Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου

22.2.14

ΔΗΜΑΡ Κύπρου - Αριστερή και Δεξιά Πτέρυγα για την Ομοσπονδία

Το πιο κάτω άρθρο, του Νικόλα Κυριάκου, νομικού και μέλους της Επιτροπής Νομικών Συμβούλων στις διαπραγματεύσεις, όπου υπεύθυνος της Επιτροπής είναι ο γνωστός σε όλους μας Πόλυς Πολυβίου,( δεν γνωρίζω αν ο διορισμός του Ν.Κυριάκου έγινε από τον ΔΗΣΥ ή από τον ίδιο τον Πόλυ Πολυβίου ) νομίζω πως καλύπτει άρτια την οπτική τόσο της αριστερής όσο και της δεξιάς πτέρυγας των σημερινών Ομοσπονδιακών που κινούνται ήδη δεξιότερα από το ΑΚΕΛ και όλοι μαζί απαρτίζουν την ΔΗΜΑΡ Κύπρου.

40 χρόνια διχοτόμηση και 20 χρόνια εξω-ακελικής φαγούρας για ποιό λόγο; Για να γίνουμε η αριστερή πτέρυγα μιας δημαρ νομίζοντας πως γίναμε η επαναστατική πτέρυγα της ριζοσπαστικής αριστεράς.

Κωμικό.


γιατί ομοσπονδία; μια απόπειρα προβληματισμού


Επισημάνσεις για την απεμπλοκή από τις επαναλαμβανόμενες
αποτυχημένες προσπάθειες λύσης του Κυπριακού
με την προοπτική σοβαρής κοινωνικής αλλαγής και προόδου στο νησί

Νικόλας Κυριάκου1

Ο υπότιτλος στις διαπραγματεύσεις που έχουν λάβει χώρα από το 1974 και μετά για την εξεύρεση μιας λύσης στο κυπριακό πρόβλημα θα μπορούσε να είναι η φράση: «δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική λύση στη βάση μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας που θα εδράζεται στην πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων, όπως αυτή καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών». Μέσα σε αυτές τις 29 λέξεις περικλείεται ο πολιτικός ορίζοντας των διαπραγματεύσεων τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες.
Ο σκοπός της παρούσας παρέμβασης δεν είναι να ανασυντάξει την ιστορική διαδρομή των διαπραγματεύσεων ούτε και να προσφέρει μια καινούρια νομική ανάλυση των χαρακτηριστικών των μορφών ομοσπονδίας, που κατά καιρούς έχουν συζητηθεί στις συνομιλίες. Αντίθετα, η επιδίωξη είναι να ξαναθέσει στο προσκήνιο τους λόγους για τους οποίους η λύση υπό μορφή ομοσπονδίας είναι η μόνη πολιτικά ρεαλιστική και εφαρμόσιμη επιλογή, έχοντας υπόψη τα ιδιοσυγκρασιακά δεδομένα του κυπριακού προβλήματος. Σε αυτή την απόπειρα προβληματισμού, θα γίνει αναφορά σε τρία κύρια ζητήματα:

1) στην ομοσπονδία ως πολιτειακό σύστημα οργάνωσης της επανενωμένης Κύπρου και στην αναγκαιότητα δια-εθνοτικής συνεργασίας σε επίπεδο πολιτικών κομμάτων,
2) στον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) στο πρόβλημα και στη ρητορική που έχει αναπτυχθεί, ειδικά μετά το 2004, γύρω από αυτόν, και
3) στο ζήτημα της συνεκμετάλλευσης των φυσικών πόρων του νησιού και από τις δύο κοινότητες.

1. Ομοσπονδία: το συμφωνημένο πλαίσιο λύσης
Μετά τα χωριστά δημοψηφίσματα του 2004, η πολιτική επιλογή της εξεύρεσης ομοσπονδιακής λύσης έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση από ορισμένα πολιτικά κόμματα στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Κατά έναν τρόπο, η εμπειρία του δημοψηφίσματος λειτούργησε απελευθερωτικά για ένα κομμάτι της πολιτικής ελίτ που δεν είχε πιστέψει ποτέ σε αυτόν τον διακηρυγμένο στόχο της ελληνοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας και της πλειοψηφίας των πολιτικών κομμάτων από το 1977 και μετά. Η αμφισβήτηση αυτή τίθεται με έμμεσους κυρίως τρόπους, όπως για παράδειγμα με την απόρριψη: της διζωνικής μορφής σε μια μελλοντική λύση, της εκ περιτροπής ανάληψης της προεδρίας, από τους ομοσπονδιακούς μηχανισμούς και της εν γένει πολιτειακής αρχιτεκτονικής που παραπέμπουν σε αυτή τη λύση. Αυτό το κύμα αμφισβήτησης έχει κατορθώσει να καπηλευτεί το πολιτικό νόημα της έννοιας της «ευρωπαϊκής λύσης» και να διαμορφώσει στρεβλούς όρους συζήτησης για το πώς συμβαδίζει μια μελλοντική ομοσπονδία με το lato sensu ευρωπαϊκό πολιτικό και νομικό κεκτημένο. Ειδικά για το ζήτημα της «ευρωπαϊκής λύσης», θα γίνει αναφορά στη συνέχεια.
Ένα ζήτημα που συχνά παροράται στις πολιτικές συζητήσεις εντός της ελληνοκυπριακής πλευράς είναι ότι η δέσμευση της πλευράς αυτής στην εξεύρεση μιας ομοσπονδιακής λύσης αποτελεί μια πολιτική σταθερά από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Η πολιτική δέσμευση και αφοσίωση αποτυπώνεται στις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου του 1977 και του 1979,2 το περιεχόμενο των οποίων έχει επαναληφθεί στην πορεία των δεκαετιών που ακολούθησαν. Η ενδεχόμενη ολική αμφισβήτηση του πλαισίου λύσης με επίσημο τρόπο από την ελληνοκυπριακή πλευρά θα σηματοδοτούσε μια μεταστροφή που θα άλλαζε άρδην τα δεδομένα των διαπραγματεύσεων και θα δημιουργούσε ένα νέο πλαίσιο αναφοράς, το οποίο θα οδηγούσε σε συνομοσπονδιακού τύπου λύση ή ακόμα και σε οριστική dejureδιχοτόμηση. Άρα ένας σημαντικός παράγοντας που θα πρέπει να διαμορφώνει και να αποτελεί βάση για την αξιολόγηση των πολιτικών απόψεων είναι η πολιτική δέσμευση στην ομοσπονδία, η οποία όχι μόνο δεν είναι διακηρυκτικού χαρακτήρα, αλλά έχει σαφές πολιτικό αντίκρισμα και συνέπειες.

Ένας ορισμός της ομοσπονδίας
Τι είναι όμως η ομοσπονδία και ποια είναι τα χαρακτηριστικά της; Για τους σκοπούς της παρέμβασης αυτής, με τον όρο ομοσπονδία εννοούμε ένα πολιτειακό σύστημα συνύπαρξης και συνεργασίας δύο τουλάχιστον πολιτικών οντοτήτων στη βάση ενός γραπτού συντάγματος, που αποδίδει κατά ρητό τρόπο εξουσίες στην κεντρική και στις περιφερειακές κυβερνήσεις, διαρθρωμένη με ένα σύστημα άμεσων εκλογών για τα δύο επίπεδα κυβέρνησης. Οι εσωτερικοί μηχανισμοί μιας τέτοιας πολιτειακής διάρθρωσης καθορίζονται με σαφήνεια και συχνά κατά εξαντλητικώς απαριθμούμενο τρόπο. Το σύστημα συμπληρώνεται με την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου Ανώτατου Δικαστηρίου το οποίο κέκτηται τη δυνατότητα να επιλύει κατά τρόπο τελεσίδικο τις διαφορές που ανακύπτουν κατά την ενάσκηση των εξουσιών αυτών των κυβερνήσεων. Ένα ειδοποιό χαρακτηριστικό της ομοσπονδίας είναι ότι η αυτονομία των περιφερειών είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, χωρίς αυτό να μπορεί να τροποποιηθεί, πόσο δε μάλλον να καταργηθεί, με μονομερή ενέργεια της κεντρικής κυβέρνησης.

Κύριοι λόγοι επιλογής του ομοσπονδιακού μοντέλου
Η επιλογή του πολιτειακού συστήματος ενός κράτους δεν γίνεται μέσα σε ένα ιστορικό και πολιτικό κενό. Αντίθετα, αποτελεί απότοκο της ιστορικής εξέλιξης μιας ή περισσοτέρων πολιτικών οντοτήτων και δημιούργημα των περιβαλλουσών συνθηκών. Μπορεί να ειπωθεί, λοιπόν, ότι η υιοθέτηση ενός ομοσπονδιακού μοντέλου έρχεται σε συνέχεια μιας προηγούμενης περιόδου αυτοκυβέρνησης ή καθορίζεται καταλυτικά από το περιεχόμενο μιας προηγούμενης διεθνούς ή εσωτερικής σύγκρουσης.
Οι κύριοι λόγοι που οδηγούν στην επιλογή της ομοσπονδίας είναι η συλλογική ασφάλεια, η οικονομική ευμάρεια και η διεύρυνση της αγοράς με την άρση των εμποδίων στη διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων, καθώς, επίσης, και η υιοθέτηση από τα πολιτικά υποκείμενα μιας ομοσπονδίας, ενός κοινού πολιτικού αξιακού κώδικα που έχει ως κοινό παρονομαστή την ειρηνική συνύπαρξη.
Αν οι παραπάνω λόγοι φαίνονται γνώριμοι, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι παραπέμπουν στα πολιτικά θεμέλια της ίδρυσης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στη δεκαετία του 1950. Η εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μέχρι τη σημερινή μορφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί ένα εξέχον παράδειγμα μιας πορείας προς τη διαρκή ομοσπονδιακή ολοκλήρωση. Άρα το πολιτικό σχέδιο που ονομάζεται ομοσπονδία έχει έναν κατεξοχήν ευρωπαϊκό χαρακτήρα, σε αντίθεση με τα όσα λανθασμένα πρεσβεύουν οι ευαγγελιστές της «ευρωπαϊκής λύσης».
Δύο είναι τα πλεονεκτήματα που ξεχωρίζουν στην υιοθέτηση μιας ομοσπονδιακής δομής για ένα κράτος. Το πρώτο είναι ότι αυτή λειτουργεί εξ ορισμού προστατευτικά προς την κουλτούρα, την ιδιοπροσωπία, τον χαρακτήρα και την ιδιαιτερότητα των μερών που τις αποτελούν.3 Ανεξάρτητα από το αν η ετερότητα αυτή εδράζεται στη διαφορετική εθνική, θρησκευτική, πολιτική, γλωσσική ή άλλη ταυτότητα των πολιτικών υποκειμένων της, η ομοσπονδία αποτελεί φόρουμ συνύπαρξης αλλά και προστασίας και προαγωγής των διαφορετικών συνιστωσών μερών της. Επιστρέφοντας στο παράδειγμα της Ε.Ε., αξίζει να θυμηθεί κανείς την πολυποίκιλη συνύπαρξη και προστασία των πάσης μορφής διαφορετικών ταυτοτήτων εντός της, καθώς και το ευρύ πλέγμα προστασίας που παρέχει σε αυτές, άμεσα ή παρεμπιπτόντως, μέσα από τις διάφορες πολιτικές της.
Το δεύτερο πλεονέκτημα είναι ότι, αντίθετα με ό,τι ενδεχομένως διαισθητικά πιστεύει κάποιος, το ομοσπονδιακό πολιτειακό σύστημα λειτουργεί ενισχυτικά προς τη δημοκρατική αρχή. Κι αυτό γιατί αυξάνει τις ευκαιρίες πολιτικού ανταγωνισμού και πολιτικής συμμετοχής σε τρία τουλάχιστον επίπεδα (κεντρική και δύο περιφερειακές κυβερνήσεις). Επιπλέον, δίνει τη δυνατότητα σε πληθυσμιακά ισχνότερες ομάδες να εκπροσωπούνται κατά αναλογικότερο (ή ακόμα και ευθέως ανάλογο) τρόπο στα θεσμικά όργανα, συντείνοντας έτσι στην εμβάθυνση της ποιότητας της δημοκρατίας και στη δημιουργία περισσότερων τοπικών πολιτικών αγορών.

2. Μετασυγκρουσιακή ομοσπονδιοποίηση
Η επιλογή της ομοσπονδίας μετά από μια σύγκρουση, διεθνούς ή μη διεθνούς χαρακτήρα, μπορεί να λειτουργήσει κατευναστικά προς τη σύγκρουση και τις εξ αυτής απορρέουσες αποσχιστικές τάσεις. Εξίσου πειστικά θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι μπορεί να αποτελέσει και λόγο αναζωπύρωσης της σύγκρουσης, ειδικά όταν η διευθέτηση ανάμεσα στα μέρη δημιουργεί το αίσθημα αδικίας ή ενσωματώνει και συστηματοποιεί στοιχεία της σύγκρουσης στη νέα κατάσταση πραγμάτων. Μαζί με την ετερότητα του κάθε πολιτικού υποκειμένου, που λειτουργεί ως prima facie αιτία της σύγκρουσης, δημιουργείται και ένα περαιτέρω πεδίο σύγκρουσης που αφορά το πεδίο της πολιτικής σύγκρουσης.
Το κύριο χαρακτηριστικό μιας μετασυγκρουσιακής ομοσπονδιοποίησης είναι η δημιουργία εσωτερικών διοικητικών συνόρων, τα οποία οριοθετούν γεωγραφικές περιοχές με ομοιογενή ή σημαντικά πλειοψηφούσα ομάδα κατοίκων. Μαζί με την αριθμητική της πλειοψηφία, είναι σημαντικό αυτή η ομάδα να μην υπόκειται σε μηχανισμούς πολιτικού ελέγχου από την πλειοψηφούσα στο κράτος ομάδα και να μπορεί να προστατεύεται από τον κίνδυνο να τεθεί σε δυσμενέστερη οικονομική ή πολιτική θέση. Οπωσδήποτε, μια τέτοια ομοσπονδιοποίηση έχει προφανή σκοπό να ελέγξει ή και να τερματίσει τη σύγκρουση.
Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι η ίδια η έννοια του κράτους μεταλλάσσεται σε ένα άθροισμα συμβιβασμών που απαιτούνται για να διατηρηθεί το κράτος ως πλαίσιο αναφοράς, μέσα στο οποίο το κύριο ζήτημα της συνταγματικής πολιτικής θα είναι το ποιοι είναι οι όροι της πολιτικής συνύπαρξης και συνεργασίας μεταξύ των συνιστώντων πολιτικών υποκειμένων.
Η δημιουργία ενός κράτους με τουλάχιστον δύο διακριτές συνιστώσες μονάδες δυνατόν να παρουσιάσει τα εξής προβλήματα:

1) εντονότερη προβολή των περιφερειακών μονάδων,
2) τον πολλαπλασιασμό των εθνικών ταυτοτήτων,
3) την ενίσχυση των περιφερειών κατά τρόπο που να τους παρέχεται ένα θεσμικό οπλοστάσιο προς χρήση εναντίον του κεντρικού κράτους, και
4) στις περιπτώσεις εκείνες όπου προβλέπεται ένα ενισχυμένο δικαίωμα αρνησικυρίας, να μειώνεται η δυνατότητα ή να αποδυναμώνεται ο μηχανισμός λήψης αποφάσεων.

Στο σύνολό τους αλλά και ξεχωριστά το καθένα από αυτά τα προβλήματα, μπορούν να αποτελέσουν δυνητικά γενεσιουργές αιτίες νέων συγκρούσεων. Ωστόσο η εκτίμηση της πραγματικής τους απήχησης πρέπει να γίνεται με αναφορά στα πραγματικά στοιχεία μιας δεδομένης κατάστασης και γι’ αυτόν τον λόγο δεν θα αναλυθούν περαιτέρω.

Συναινετική και ομοσπονδιακή λύση
Η συναινετική (consociational) δημοκρατία αποτελεί αναφορά σε ένα πολιτικό σύστημα που δημιουργείται με τη συνεργασία διαφορετικών, συχνά ανταγωνιστικών ομάδων, στη βάση ενός κοινά αποδεκτού διαμοιρασμού εξουσίας.4 Τέτοιου είδους διευθετήσεις προκύπτουν από την επίτευξη μιας δημοκρατικής ειρήνης μέσω μιας συνολικής συμφωνίας όλων των εμπλεκομένων. Τα στοιχεία μιας τέτοιας συμφωνίας είναι ο λεπτομερής διαμοιρασμός της εξουσίας και των ρόλων των θεσμικών οργάνων, η ενισχυμένη τοπική/γεωγραφική αυτονομία σε θέματα ταυτότητας, η αναλογική εκπροσώπηση και τα αμοιβαία veto σε καίρια ζητήματα πολιτικής (συνηθέστερα στα εξής ζητήματα: εξωτερικές σχέσεις, οικονομία, άμυνα και εσωτερική ασφάλεια). Τα μοντέλα διακυβέρνησης μπορούν να είναι αυτά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, της συλλογικής προεδρίας ή της εκ περιτροπής άσκησης της προεδρίας. Στις τελευταίες δύο περιπτώσεις είναι σημαντικό, αν προνοείται ισχυρή εκτελεστική προεδρία, το πρόσωπο που ασκεί τα καθήκοντα αυτά να λαμβάνει μια ελάχιστη υποστήριξη ή να τυγχάνει αποδοχής από όλες τις συνιστώσες ομάδες.
Στην περίπτωση της Κύπρου είναι αναγκαίο, κατά την άποψη του γράφοντος, να γίνει όχι μόνο η τελική επιλογή ανάμεσα στα δύο μοντέλα, αλλά να γίνει, επίσης, και η «μετασυνταγματική» συζήτηση για το ποιο συνταγματικό όραμα θα επικρατήσει. Η σκέψη αυτή εγγράφεται στον ορίζοντα αυτού που έχει αποκληθεί ως «Clausewitz in reverse».5 Σε αυτή την περίσταση, το ζητούμενο είναι να μεταφερθεί το επίκεντρο από την ένοπλη σύγκρουση στην αρένα της συνταγματικής πρακτικής, με απώτερο, φυσικά, σκοπό τον πλήρη τερματισμό της πρώτης. Προς τον σκοπό αυτό, δεν είναι αρκετό να υπάρξει μια λεπτομερής και εξαντλητική απαρίθμηση αρμοδιοτήτων, εξουσιών και μηχανισμών στο συνταγματικό κείμενο. Είναι επιπλέον αναγκαίο να δημιουργηθεί και ένα πλαίσιο συνεργασίας ανάμεσα στις διάφορες ομάδες, που θα τις ωθεί προς τη συνεργασία και την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτών λύσεων. Ένας ικανός τρόπος για να γίνει αυτό είναι μέσα από τη συνεργασία των πολιτικών κομμάτων της ομοσπονδιακής πολιτείας.

3. Ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων: δυναμικές και προκλήσεις
Έχει ήδη υποστηριχθεί πιο πάνω ότι ακόμα και ο πιο λεπτομερής σχεδιασμός των διαφόρων θεσμών και μηχανισμών αποφάσεων, καθώς και επίλυσης διαφορών, δεν μπορεί να αποτελέσει συνθήκη ικανή να προσδώσει σταθερότητα και βιωσιμότητα στην όποια διευθέτηση. Η περίπτωση του μοντέλου των συμφωνιών της Ζυρίχης αποτελεί par excellence περίπτωση μιας τέτοιας εξαντλητικής απαρίθμησης, η οποία εδραζόταν στην προσδοκία ότι η εξαιρετικά τεχνική λεκτική αποτύπωση θα οδηγούσε σε μηχανική εφαρμογή των προνοιών του συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην αποφυγή αδιεξόδων. Η αποτυχία του κυπριακού συνταγματικού μοντέλου οφείλεται στην αδυναμία των συντακτών του να αντιληφθούν ότι οποιοδήποτε συνταγματικό κείμενο επηρεάζεται από τις πολιτικές συνθήκες της εποχής και ότι ακόμα και αυτή η προικοδότησή του με σωρεία διατάξεων που δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στην καταλυτική δυναμική των διακοινοτικών σχέσεων. Η αντίστροφη ανάγνωση της θέσης αυτής είναι ότι οι ίδιες οι κοινότητες θα έπρεπε να το εφαρμόσουν με καλή πίστη και την αναγκαία προσαρμοστικότητα που θα εξυπηρετούσε τη λειτουργικότητά του κράτους.
Το κυπριακό συνταγματικό μοντέλο λειτούργησε σε μια κοινωνία που παρά το ότι μέχρι το 1963 δεν υφίστατο γεωγραφικό διαχωρισμό, ήταν διαιρεμένη στη βάση εθνικών γραμμών. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην οργάνωση των πολιτικών κομμάτων κατά μήκος των γραμμών αυτών, με –ανεπαρκή– εξαίρεση το Α.Κ.Ε.Λ., γεγονός που απέτρεψε τον πολιτικό συγκερασμό και τη σύγκλιση μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Η πρακτική στο επίπεδο του Υπουργικού Συμβουλίου και της Βουλής των Αντιπροσώπων, καθώς και η λειτουργία σε στεγανά των κοινοτικών συνελεύσεων, οδήγησε σε οξείς ανταγωνισμούς εντός των δύο πρώτων σωμάτων, που αναπόφευκτα αντικατοπτρίστηκαν και μεταφέρθηκαν σε όλο το φάσμα της πολιτικής ζωής του τόπου. Η παρουσία του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του δρος Κιουτσιούκ στις θέσεις του προέδρου και του αντιπροέδρου αντίστοιχα, λειτούργησε επιβαρυντικά, αφού και οι δύο υπήρξαν εμβληματικές μορφές για τα πολιτικά οράματα των κοινοτήτων τους.6
Τα πιο πάνω οδηγούν σε δύο συμπεράσματα που, κατά την άποψη του γράφοντος, κάθε μελλοντική λύση θα πρέπει να ρυθμίζει. Το πρώτο είναι ότι απαιτείται να τεθούν σαφείς κανόνες για τη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων και τη διενέργεια εκλογών, οι οποίοι θα ρυθμίζουν τη διακοινοτική πολιτική εκπροσώπηση και τη διακοινοτική συμμετοχή στις εσωκομματικές διεργασίες και στη θέση υποψηφιοτήτων για τις εκλογές. Αυτό θα μπορούσε να γίνει μέσω της υποχρέωσης δημιουργίας διακοινοτικών κομμάτων ή μέσα από την υποχρέωση παρουσίασης υποψηφίων σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες, πρόνοια που θα διασφάλιζε την έμμεση συμμόρφωση προς το διακοινοτικό ζητούμενο. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος υποστηρίζει μια ακόμα πιο ευρεία διακοινοτική «οργάνωση και λειτουργία των θεσμών της λαϊκής κυριαρχίας σε επίπεδο ενιαίου ομοσπονδιακού κράτους. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνον μέσα από τα ενιαία πολιτικά κόμματα και τους ενιαίους φορείς ομαδικής δράσης (σωματεία, συνδικάτα κ.λπ.). Χωρίς ενιαίους φορείς οργάνωσης της λαϊκής κυριαρχίας δεν μπορούμε να συζητάμε για διασφάλιση της λαϊκής κυριαρχίας σε επίπεδο ομοσπονδιακού κράτους».7
Η πρόταση της ελληνοκυπριακής πλευράς για την εισαγωγή της διασταυρούμενης ψήφου σε συνδυασμό με την εκ περιτροπής ανάληψη της προεδρίας του κράτους από τις δύο κοινότητες κινείται σε αυτόν τον άξονα και αποτελεί μια καινοτόμο προσέγγιση στο ζήτημα αυτό. Η πρόταση διαφοροποιείται από το μοντέλο των συμφωνιών της Ζυρίχης, αλλά και από τις κατά καιρούς προτάσεις λύσης που διαχώριζαν την πολιτική δράση των δύο κοινοτήτων σε επίπεδο εκλογικού σώματος και ανάδειξης πολιτειακών οργάνων.
Το δεύτερο, και ανεξαρτήτως του πρώτου συμπεράσματος, είναι ότι θα πρέπει να επιτευχθεί η διάδραση και η διασύνδεση των κεντρικών θεσμών εξουσίας με την περιφερειακή πολιτική σκηνή. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τη διενέργεια άμεσων εκλογών για την Άνω Βουλή, καθώς και με τον συγχρονισμό της διενέργειας εκλογών τόσο για την κεντρική όσο και για την περιφερειακή κυβέρνηση. Τα δύο αυτά θέματα έχουν τη δυνατότητα να συμβάλουν στην επικράτηση των μετριοπαθέστερων πολιτικών ομάδων, στην προώθηση μιας ρεαλιστικής και συναινετικής πολιτικής ατζέντας και στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την επίτευξη συγκλίσεων μέσα στην ίδια την κοινωνία. Ουσιαστικά, αυτό που επιδιώκεται είναι η δημιουργία μιας νέας πολιτικής αγοράς όπου τα κόμματα θα ενεργούν ως φορείς και πολλαπλασιαστές της συνάντησης και της συνεργασίας μεταξύ των πολιτών μιας ομοσπονδιακής Κύπρου.

4. Η φενάκη της ευρωπαϊκής λύσης
Η αντίστροφη όψη της αναγκαιότητας να υπάρξει διακοινοτική συνεργασία μέσα από τα πολιτικά κόμματα στο πλαίσιο μιας επανενωμένης ευρωπαϊκής Κύπρου αντικατοπτρίζεται στην παρούσα πολιτική συγκυρία στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Πιο συγκεκριμένα, η κριτική απευθύνεται σε εκείνους τους πολιτικούς σχηματισμούς και σε εκείνους τους πολιτικούς δρώντες, ανεξαρτήτως κομματικής ταυτότητας, που ευαγγελίζονται την «ευρωπαϊκή λύση». Η ουσία του πολιτικού τους προτάγματος συμπυκνώνεται στην εκμετάλλευση της συμμετοχής της Κύπρου στην Ε.Ε. ώστε να εξαναγκαστεί η Τουρκία να συναινέσει σε μια μορφή λύσης που θα ανταποκρίνεται στις «ευρωπαϊκές αρχές και αξίες». Είτε άμεσα είτε έμμεσα, οι υποστηρικτές αυτής της πολιτικής επιδιώκουν την απεμπλοκή της ελληνοκυπριακής πλευράς από την αναζήτηση ομοσπονδιακής λύσης και απορρίπτουν τη διζωνικότητα, καθώς και τον μηχανισμό εξουσίας που τη συνοδεύει. Αντίθετα, υποστηρίζεται στην ουσία η επικράτηση ενός πλειοψηφισμού, ως κεκαλυμμένη κατοχύρωση της δημοκρατικής αρχής, η ολοκληρωτική επιστροφή και αποκατάσταση προσφύγων και περιουσιών και η συνεπαγόμενη υποβίβαση της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε μειονότητα, με εκχώρηση δικλίδων νομικής προστασίας γι’ αυτό το μειονοτικό καθεστώς της.
Έχει υποστηριχτεί πειστικά αλλού ότι η Ε.Ε. μπορεί να υποδεχτεί στο νομικό της πλαίσιο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας ομοσπονδιακής λύσης.8 Η Ε.Ε. έχει διακηρύξει ότι θα δείξει την αναγκαία ευελιξία για να υποδεχτεί στους κόλπους της μια επανενωμένη Κύπρο, όπου ορισμένες από τις τέσσερις βασικές ελευθερίες θα υφίστανται περιορισμούς και αναπροσαρμογές. Ωστόσο το σημαντικό για την Ε.Ε. είναι να εξασφαλίζεται από την τελική διευθέτηση ότι η Κύπρος θα έχει αποτελεσματικούς μηχανισμούς εφαρμογής του ευρωπαϊκού κεκτημένου (και αντίστοιχα, μηχανισμούς ελέγχου και λογοδοσίας σε περίπτωση που αποτύχει να το πράξει). Επίσης, θα πρέπει η Κύπρος να μιλάει με μία φωνή σε εκείνους τους ευρωπαϊκούς θεσμούς όπου συμμετέχει ή, κατ’ ελάχιστο, να μην αποτελεί η αδυναμία της να εκφέρει άποψη και να ψηφίζει τροχοπέδη στη λειτουργία αυτών των θεσμών. Ήδη το Πρωτόκολλο αρ. 10 δίνει τον μηχανισμό μετάβασης προς αυτή την κατεύθυνση.
Σε σχέση με την περιώνυμη αντιστοιχία της λύσης με τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο σκληρός πυρήνας των αρχών αυτών είναι η δημοκρατία, η ειρήνη, το κράτος δικαίου, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η αρχή της μη διάκρισης και η υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου στην εσωτερική έννομη τάξη. Το πλαίσιο που καθορίζεται από τις γενικές αυτές συντεταγμένες είναι αρκούντως ευρύ και ευέλικτο ώστε να υποδεχτεί μια λύση με προσωρινούς ή μόνιμους περιορισμούς στην άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών, που με τη σειρά τους θα τεθούν ώστε να μπορέσει η τελική συμφωνία να είναι αποδεκτή από τα μέρη και να λειτουργήσει σωστά.
Συχνά αποσιωπάται το γεγονός ότι η Ε.Ε. δεν είναι ούτε και έχει τη δυνατότητα να γίνει ο κύριος διαπραγματευτής ή μεσολαβητής στην κυπριακή διένεξη, ούτε και να γίνει το κύριο φόρουμ επίλυσης της διαφοράς. Παρά το συγκροτημένο πλαίσιο νομικά δεσμευτικών κανόνων, η Ε.Ε. δεν παρέχει ένα και μοναδικό πλαίσιο λειτουργίας προς το οποίο υπέχουν υποχρέωση συμμόρφωσης όλα τα κράτη-μέλη. Μια τέτοια θέση θα δημιουργούσε μια μη ρεαλιστική κατάσταση δυσκαμψίας και δυσλειτουργικότητας για την ίδια την Ένωση, και προφανώς και για τα ίδια τα κράτη-μέλη. Παίρνοντας τη θέση ένα βήμα παραπέρα: η Ε.Ε. δεν δημιουργήθηκε για να επιλυθεί το Κυπριακό, αλλά μπορεί να αποτελέσει ένα προνομιακό φόρουμ συνύπαρξης και συνεργασίας των δύο κοινοτήτων, όπου οι σκοποί και η ωφέλεια θα εξυπηρετούν τα κοινά τους συμφέροντα.
Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η ίδια η Ε.Ε. είναι το δημιούργημα της πολιτικής κατάστασης που προέκυψε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Η συνεργασία των πρώην εχθρών κατόρθωσε να δημιουργήσει μια ισχυρή εσωτερική αγορά και να προσδέσει στο οικονομικό της άρμα ένα μακρόπνοο πολιτικό πρότζεκτ, που όμοιό του σε σχεδιασμό, αλλά κυρίως απτά αποτελέσματα, δεν υπάρχει σε άλλη περιοχή του κόσμου. Η ίδια η Ε.Ε. είναι το πολιτικό πείραμα μιας πορείας προς τη διαρκή ολοκλήρωση και ομοσπονδοποίηση, κι αυτός είναι ο κατεξοχήν συμβολικός δεσμός με την επιδίωξη μιας ομοσπονδιακής λύσης στο Κυπριακό.
Αντιστρέφοντας τη φενάκη της ευρωπαϊκής λύσης, πρέπει να λεχθεί το εξής: αν υπάρχει κάτι που είναι απαράδεκτο για το ευρωπαϊκό πολιτικό ήθος, αυτό είναι η ίδια η διαίρεση του νησιού και όχι η επιδίωξη λύσης ομοσπονδίας που σκοπό έχει να θέσει ένα τέλος στην ανώμαλη αυτή κατάσταση.

5. Συνεκμετάλλευση φυσικών πόρων
Η ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας προσθέτει μια νέα σημαντική παράμετρο στο κυπριακό πρόβλημα. Ως γενική θέση, μπορεί να ειπωθεί ότι η ανακάλυψη οικονομικά σημαντικών και εκμεταλλεύσιμων φυσικών πόρων μπορεί είτε να αναζωπυρώσει τη σύγκρουση είτε να χρηματοδοτήσει την ειρήνη. Η κατεύθυνση που θα αποφασίσουν τα μέρη θα καθορίσει την έκβαση και αυτού του κεφαλαίου.
Τα ζητήματα της εκμετάλλευσης φυσικών πόρων, του είδους που έχουν ανακαλυφθεί στην Α.Ο.Ζ. της Κύπρου, εισάγουν συνήθως τρία διακριτά ζητήματα:
1) της ιδιοκτησίας,
2) της διαχείρισης, και
3) της συλλογής και αναδιανομής του κέρδους.
Τα πιο πάνω πρέπει να συναρτηθούν με την προ της λύσης και μετά τη λύση εποχή. Στην προ της λύσης εποχή που διανύουμε είναι καίριο να υπάρξει ένας τέτοιος χειρισμός που να εξασφαλίζει ότι η αναδιανομή του κέρδους εντός της Κύπρου θα ωφελεί και την τουρκοκυπριακή κοινότητα είτε μέσω της δημιουργίας ενός πάγιου ταμείου όπου θα κατατίθεται το μερίδιο της τουρκοκυπριακής κοινότητας είτε με την εκπόνηση πολιτικών για την ενίσχυση των δράσεων της Ε.Ε. προς την τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Για τη μετά τη λύση εποχή, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι και τα τρία προαναφερθέντα ζητήματα θα ελέγχονται όχι μόνο από τις δύο κοινότητες από κοινού, αλλά και ότι θα αναληφθούν από διαφορετικά θεσμικά όργανα με σκοπό να αποφευχθούν αχρείαστα συγκεντρωτικές και μονοπωλιακές καταστάσεις, αλλά αντίθετα να διαχέεται η ευθύνη και η λογοδοσία σε περισσότερα όργανα. Αυτό θα έχει ως συνέπεια τον διαρκή αλληλοέλεγχο και τη διασφάλιση της διαφάνειας σε όλα τα στάδια εκμετάλλευσης.
Το ζήτημα των φυσικών πόρων, μαζί με την ευρωπαϊκή προοπτική, έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει ακόμα ένα ισχυρό κίνητρο για την καλή τη πίστει συνεργασία εντός της επανενωμένης Κύπρου. Αυτό που προέχει στο παρόν στάδιο είναι να αποφευχθεί και να απορριφθεί η ρητορική και το αίσθημα οικονομικής ανωτερότητας στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Με άλλα λόγια, να μην εδραιωθεί στην κοινωνία η άποψη ότι η αλλαγή των οικονομικών δεδομένων επιτρέπει στην ελληνοκυπριακή πλευρά να καθυστερήσει τη λύση για να προσποριστεί περισσότερα οφέλη από την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων ή να θεωρηθεί ότι της δίνουν πλεονέκτημα στις συνομιλίες. Και αντιστρόφως, ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά θα πειθαναγκαστεί στην αποδοχή μιας λύσης, ακριβώς λόγω του ενεργειακού πλούτου που φαίνεται ότι έχει η Κυπριακή Δημοκρατία.

6. Καταληκτικές σκέψεις
Η παρέμβαση αυτή ήταν μια απόπειρα να σκιαγραφηθούν ορισμένες πτυχές της επιλογής για μια ομοσπονδιακή λύση μέσα από την ανάδειξη των ζητημάτων που βρίσκονται πίσω από την καθημερινή πολιτική πρακτική και ρητορική. Είναι η άποψη του γράφοντος ότι ένα μέρος της προσπάθειας για απεμπλοκή από τις επαναλαμβανόμενες αποτυχημένες προσπάθειες πρέπει να επενδυθεί στην απάντηση των ερωτημάτων που τίθενται σε αυτή την παρέμβαση. Ωστόσο υπάρχουν δύο ζητήματα που θεωρώ σκόπιμο να αναφέρω ως καταληκτικές σκέψεις.
Το πρώτο είναι ότι πέρα από τους λόγους που προβλήθηκαν σε αυτό το κεφάλαιο αναφορικά με τα πλεονεκτήματα και τη «μηχανική» της ομοσπονδίας, πρέπει να υπενθυμίζεται ότι μια ομοσπονδιακή λύση μπορεί να δημιουργήσει τους όρους που απαιτούνται για την επίτευξη σοβαρής κοινωνικής αλλαγής και προόδου στο νησί. Χωρίς αυτή, το πολιτικό σύστημα είναι καταδικασμένο να αναπαράγει τον εαυτό του, ειδικά στις συνθήκες κομματικού πατριωτισμού που χαρακτηρίζουν το εκλογικό σώμα, τουλάχιστον στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Κατ’ επέκταση, αυτό θα συντελέσει στη διατήρηση του κοινωνικού status quo, χωρίς σοβαρές αναταράξεις. Είναι αυτή μια επιθυμητή επιλογή; Το βέβαιο είναι ότι θα είναι αναπόδραστη συνέπεια της έλλειψης λύσης.
Το δεύτερο είναι ότι, χωρίς την επίτευξη λύσης, ο γράφων θα διακινδυνεύσει την πρόβλεψη ότι οι πολιτικές ελίτ και τα μέλη των δύο κοινοτήτων θα εξωθηθούν αναπόφευκτα σε πιο ακραίες και πιο συγκρουσιακές μορφές πολιτικών, τόσο έναντι της άλλης κοινότητας, όσο και στα interna corporis της καθεμιάς. Συνθήκες, δηλαδή, που μπορούν να οδηγήσουν σε κυκλικές αναζωπυρώσεις της στάσιμης σύγκρουσης στην Κύπρο, με δυσμενείς συνέπειες και για τις δύο κοινότητες.
files/chronosmag/themes/theme_one/faviconXronos.png

πηγή: Χρόνος

4 σχόλια:

  1. Λίγος Χριστόφιας και λίγος Βενιζέλος μας βγάζουν στο τέλος σε ένα Σαμαρά που διαβάζει μετά μανίας Μαρία Ρεπούση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πριν απο καποιες μερες το εθεσα ως πιθανοτητα, πλεον ειμαι σιγουρη, από όλη την αριστερα της περιοχης μας εμεις ειμαστε οι πιο τριαλλαριλαρό.

      Δεν υπαρχουμε, Κυπριακή Πατέντα με τα όλα της!

      Διαγραφή
  2. «Η επιλογή της ομοσπονδίας μετά από μια σύγκρουση, διεθνούς ή μη διεθνούς χαρακτήρα, μπορεί να λειτουργήσει κατευναστικά προς τη σύγκρουση και τις εξ αυτής απορρέουσες αποσχιστικές τάσεις. Εξίσου πειστικά θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι μπορεί να αποτελέσει και λόγο αναζωπύρωσης της σύγκρουσης, ειδικά όταν η διευθέτηση ανάμεσα στα μέρη δημιουργεί το αίσθημα αδικίας ή ενσωματώνει και συστηματοποιεί στοιχεία της σύγκρουσης στη νέα κατάσταση πραγμάτων. Μαζί με την ετερότητα του κάθε πολιτικού υποκειμένου, που λειτουργεί ως prima facie αιτία της σύγκρουσης, δημιουργείται και ένα περαιτέρω πεδίο σύγκρουσης που αφορά το πεδίο της πολιτικής σύγκρουσης.»

    Αύριο μπορεί να βρέξει, μπορεί και να μη βρέξει. Αν βγείτε, μπορείτε να πάρετε μαζί σας ομπρελίτσα, ή και να μην την πάρετε. Αν την πάρετε, πιθανώς να μην βραχείτε, μπορεί όμως και να γίνετε μούσκεμα, αν βρέχει καταρρακτωδώς. Στο κάτω-κάτω νομικός είμαι, τι ξέρω εγώ για την κλιματική αλλαγή; Ρωτήστε καλύτερα μετεωρολόγο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. χαχα...κάπως έτσι! Βεβαια καποιοι μπορει να κανουν την οποιαδηποτε λυση να δουλεψει αν αυτο τους συμφερει για τα Κεφάλαια τους.

      εξάλλου μετα τη λύση όπως την επιθυμούν όλοι αυτοι, ο κόσμος θα ειναι εντελως τρομοκρατημένος...θα νοιωθουμε την παρουσία των όπλων και της ισχύος τους πολύ έντονα...άσε πως θα μας αφησουν να πανηγυρίσουμε για κάποιο καιρό, λίγους μηνες δηλαδή...μετα θα εμφανιστεί το ΝΑΤΟ και όλοι θα παμε στα σπιτια μας...ειμαστε και μικρος τοπος...όλα ειναι ορατα εδώ κάτι που επηρεαζει πολύ και την ψυχολογια του κόσμου.

      Διαγραφή