Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου

12.9.12

Ευρωπαϊκή Ένωση: Στρατηγικός Εταίρος ή Λάθος Στρατηγική Επιλογή για το Κυπριακό;


4 Οκτωβρίου 2011


Το Κυπριακό είναι ένα εν γένει περίπλοκο και πολυδιάστατο ζήτημα οχι μόνο λόγω της μακράς του ιστορίας αλλά και λόγω των πολλών μερών που εμπλέκονται σε αυτό (δύο κοινότητες, Ελλάδα, Τουρκία, Βρετανία, κτλ.). Αν ήτανε να το απλοποιούσαμε θα το χωρίζαμε σε δύο κύριες και βασικές διαστάσεις: 1) αυτή που έχει να κάνει με την έσωτερική κοινωνικοπολιτική κατάσταση στο νησί και τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων, και 2) τη διεθνή διάσταση του προβλήματος η οποία περιλαμβάνει τις σχέσεις των εμπλεκομένων διεθνών δρώντων τόσο κατα τη διάρκεια του 20ου αιώνα, όσο και κατά την τελευταία και πλέον δεκαετία. Σημειωτέον ότι οι δύο διαστάσεις είναι παρόλαυτα άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους.
Ενώ η πρώτη διάσταση επικεντρώνεται στις ενδοκοινοτικές και διακοινοτικές πολιτικές συγκρούσεις αλλά και στο πώς θα επιλυθεί η κοινωνική πτυχή του προβλήματος, δηλαδή τα εναπομείναντα στοιχεία μίσους, ρατσισμού, εθνικισμού και προκαταλήψεων που υπάρχουν στις δύο κοινότητες, μέσα από προγράμματα συμφιλίωσης και την ανάπτυξη ενός βιώσιμου πολιτικού και διακυβερνητικού συστήματος που θα εφαρμοστεί στην περίπτωση Λύσης, η δεύτερη, ασχολείται με τη διπλωματική, διεθνή πτυχή, η οποία αυτή τη στιγμή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, κυρίως την Κυπριακή Δημοκρατία (ΚΔ), την Τουρκία, την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Είναι γεγονός βέβαια ότι το παιχνίδι της διεθνούς σκακιέρας είναι πολύ πιο περίπλοκο. Αν και εδώ θα ασχοληθούμε με τη διεθνή διάσταση του Κυπριακού ζητήματος καλό θα ήταν να κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή εξετάζοντας παράλληλα και την εσωτερική διάσταση.
Στην ουσία, ο λόγος που οι δύο κοινότητες δεν μπορούν στην πράξη από μόνες τους να λύσουν το πρόβλημα, είναι διότι με την εισβολή του ‘74 το βόρειο, 37% των κυπριακών εδαφών, είναι κατεχόμενο από την Τουρκία και οχι από τους Τουρκοκύπριους. Το παράνομο τουρκοκυπριακό κρατίδιο, η λεγόμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου», που ιδρύθηκε το 1983, λειτουργεί βασικά σαν προτεκτοράτο της Τουρκίας η οποία και το διατηρεί διότι από αυτό απορρέουν ζωτικά οικονομικά, γεωπολιτικά και εθνικά γι’ αυτήν συμφέροντα. Έτσι, η ΚΔ από τη δεκαετία του 70’ έχει μπεί σε μια κούρσα διεθνοποίησης του προβλήματος και της παράνομης τουρκικής κατοχής. Η διεθνής κοινότητα με ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών αλλά και άλλων διεθνών και ευρωπαϊκών Βημάτων, έχει καταδικάσει τις πράξεις τις Τουρκίας ενώ έχει πολλές φορές παίξει διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ της ΚΔ και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας/Τουρκίας σε προσπάθειες για επίλυση του προβλήματος. Ένα τέτοιο ρόλο λοιπόν παίζει κατά κάποιο τρόπο και η ΕΕ από τότε που η ΚΔ εντάχθηκε σε αυτή, το 2004. Παρακάτω εξετάζεται το Κυπριακό στο πλαίσιο των σχέσεων Κυπριακής Δημοκρατίας-ΕΕ-Τουρκίας, για να αξιολογηθεί ο ρόλος της ΕΕ σαν μεσάζων που μπορεί να βοηθήσει την ΚΔ.

Κυπριακή Δημοκρατία
Πριν ακόμα από το «Σχέδιο Ανάν», το 2004, η αναμενόμενη ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ φάνταζε, για τους Ελληνοκύπριους, σαν η διέξοδος από το τέλμα του Κυπριακού – αντίληψη που έπαιξε και σημαντικό ρόλο στην καταψήφιση του «Ανάν» από τους Ε/κ. Αξίζει να σημειωθεί εξ άλλου ότι η αναζήτηση Λύσης για το Κυπριακό ήτανε ίσως και ο βασικότερος λόγος που ώθησε την ΚΔ να αιτηθεί την ένταξή της στην ΕΕ. Ένας από τους λόγους που οι Ελληνοκύπριοι θεωρούσαν – και ακόμα θεωρούν - πως η ΕΕ είχε ένα σημαντικό ρόλο να παίξει ήταν το γεγονός ότι στην Τουρκία είχε ήδη από το 1999 δωθεί το καθεστώς της υποψήφιας χώρας για ένταξη στην ΕΕ. Έτσι η Άγκυρα αν ήθελε η ευρωπαϊκή της πορεία να συνεχιστεί ομαλά, ούτως ώστε να λάβει αρχικά την ημερομηνία έναρξης των διαπραγματεύσεων για ένταξη και στη συνέχεια να ενταχθεί στην Ένωση, έπρεπε να τηρήσει τις υποχρεώσεις της απένταντι στο Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο, τόσο σε ότι αφορούσε δικά της εσωτερικά ζητήματα αλλά και σε ότι αφορούσε το Κυπριακό. Τελικά τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως διαφορετικά.
Η Τουρκία έλαβε «άφεση αμαρτιών» για την πολύχρονη αδιαλλαξία της στο Κυπριακό, διότι τόσο η ίδια όσο και οι Τουρκοκύπριοι στήριξαν το «Σχέδιο Ανάν», ενώ οι Ελληνοκύπριοι οχι, γεγονός που έδωσε την εντύπωση ότι οι Τ/κ ήθελαν τη λύση ενώ οι Ε/κ οχι. Αυτό έδωσε ώθηση στην ευρωπαϊκή της πορεία και της έδωσε την πολυπόθητη ημερομηνία ένταξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, η οποία ορίστηκε για το 2005. Από τότε έχουν αλλάξει πολλά. Ενώ τόσο μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ όσο και στην Τουρκία αναπτύσσονται δυναμικές οι οποίες πρέπει συνεχώς να αξιολογούνται, διότι δημιουργούν νέα δεδομένα για το Κυπριακό, φαίνεται ότι τουλάχιστον κάποια πολιτικά κόμματα στην Κύπρο διατηρούν αμετάβλητη μια λογική δέκα και πλέον χρόνων. Αυτή η λογική προτείνει ότι η ΚΔ έχει δύναμη και δυνατότητες έναντι της τουρκικής πολιτικής στο Κυπριακό μέσω της ΕΕ, και συγκεκριμένα μέσω της συνεργασίας της με χώρες που υπήρξαν παραδοσιακά πολέμιοι της πλήρους τουρκικής ένταξης και προωθητές της εγκαθίδρυσης μιας «Ειδικής Σχέσης» με την Τουρκία. Αυτό ίσως να φαίνεται σωστό με βάση την ορθολογική, αλλά συμβατική, σκέψη. Μια τέτοια προσέγγιση στηρίζεται στην αντίληψη κάποιων καταστάσεων ως δεδομένων σταθερών που πρέπει να συμπεριληφθούν στους υπολογισμούς για σχεδιασμό διπλωματικής στρατηγικής και εξωτερικής πολιτικής – τέτοιες αντιλήψεις εκφράζονται κάθε μέρα μέσω των ΜΜΕ. Αυτές οι σταθερές είναι οι εξής:

·      Η Τουρκία θέλει πάση θυσία την ευρωπαϊκή ένταξη ή, στην χειρότερη περίπτωση, την «Ειδική Σχέση» με την ΕΕ – το τελευταίο δεν είναι επισήμως αποδεκτό από την Τουρκία αλλά αυτό δείχνει το πόσο απελπισμένη για δεσμούς με την ΕΕ θεωρείται να είναι από τις κυπριακές πολιτικές δυνάμεις.
·      Οι πολέμιοι της πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ (π.χ. Γερμανία, Γαλλία και Αυστρία) θα μπορούσαν να αποτελέσουν καλούς διπλωματικούς συμμάχους της ΚΔ.
·      Η ΚΔ διατηρεί το δικαίωμα άσκησης βέτο και μπορεί να ανακόψει την τουρκική ένταξη εάν η Τουρκία, μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της˙ συνεπώς μπορεί να πιέσει με αυτό το τρόπο για τουρκικές υποχωρήσεις.

Τα περισσότερα από τα παραπάνω, αν όχι όλα, φαίνονται να είναι πέραν κάθε αμφισβήτησης. Παρόλα αυτά οι πολιτικές των κρατών και οι επιδιώξεις τους στην σκακιέρα της διεθνούς πολιτικής είναι πολύ πιο περίπλοκες και δεν θα έπρεπε να αποτελούν αντικείμενο απλουστευμένων αναλύσεων. Κάθε ένα από τα τρία σημεία εμπεριέχει πολλαπλές διαστάσεις και επίπεδα. Για να δούμε κατά πόσο αυτή η λογική ευσταθεί εξετάζουμε αρχικά τα δεδομένα της ΕΕ και έπειτα της Τουρκίας.

Ευρωπαϊκή Ένωση
Σχετικά με την αναφορά στους Ευρωπαίους «σύμμαχους», η παραπάνω λογική παραβλέπει την πολιτική κρίση (πολιτική σύγκρουση μεταξύ κρατών-μελών) που ανέκαθεν περνούσε η ΕΕ αλλά και τη σχετικά πρόσφατη οικονομική κρίση που δημιουργεί νέες πραγματικότητες. Η αλήθεια είναι ότι παρόλο που το Κυπριακό αποτελεί όντως πρόβλημα στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, χρησιμοποιείται κυρίως σαν δικαιολογία από κράτη όπως η Γαλλία και η Γερμανία, τα οποία θέλουν να κρατήσουν την Τουρκία έξω από την ΕΕ, για τους δικούς τους λόγους (οι οποίοι έχουν να κάνουν με εθνική οικονομική, πολιτική, πολιτισμική και μεταναστευτική ανασφάλεια) και όχι για νομική ή ηθική στήριξη της ΚΔ καθ’ εαυτό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο βέβαια, ακόμα και η δυνατότητα της ΚΔ για άσκηση βέτο, δεν έχει και τόση σημασία. Με άλλα λόγια, είτε το Κυπριακό λυθεί, είτε οχι, οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των υπόλοιπων κρατών της ΕΕ δύσκολα θα οδηγήσουν την Τουρκία στην ένταξη. Επιπλεόν η βαθιά οικονομική κρίση που μαστίζει την Ευρωζώνη και την ΕΕ γενικότερα, δεν επιτρέπει σε καμία περίπτωση μια νέα διεύρυνση για την ένταξη νέων κρατών, ειδικά στο μέγεθος της Τουρκίας – τουλάχιστον, μεχρι η ΕΕ να ανακάμψει οικονομικά, μια διαδικασία που θα μπορούσε να διαρκέσει δέκα και πλέον χρόνια.

Τουρκία
Αν και είναι αδιαμφισβήτητο, μετά από τα πενήντα σχεδόν χρόνια τουρκικών προσπαθειών προσέγγισης της ευρωπαϊκής κοινότητας, ότι η Άγκυρα στοχεύει στην πλήρη ένταξή της, είναι επίσης αδιαμφισβήτητο ότι η παρούσα προβληματική κατάσταση της ΕΕ είναι γνωστή στην Τουρκία. Συνεπώς, όπως οι πολιτικές και οι εθνικές στρατηγικές προσαρμόζονται στις τρέχουσες συνθήκες, έτσι και η Τουρκία προσαρμόζει τις διεκδικήσεις της με βάση τις παρούσες πραγματικότητες που έχει να αντιμετωπίσει. Η πολιτική και οικονομική κρίση της ΕΕ καθώς και οι συνεχείς απογοητεύσεις που λαμβάνει η Τουρκία από αυτή όσο περνούν τα χρόνια, λειτουργούν ανασταλτικά δημιουργώντας δυσπιστία στην Άγκυρα για τις ευρωπαϊκές προθέσεις. Βασικό είναι επίσης το γεγονός ότι ενώ στις αρχές της νέας χιλιετίας τα ποσοστά της τουρκικής γνώμης, που στήριζαν την ένταξη, κυμαίνονταν γύρω στο 70%, ενώ το 2007 γύρω στο 49%.[i] Δεν θα εξέπληττε αν σήμερα το ποσοστό αυτό ήταν κάτω από 40%. Η συνολική αυτή απογοήτευση (από κοινωνία και πολιτικές ελίτ) σε συνάρτηση με τον ρόλο που προσπαθεί να παίξει η Τουρκία σαν περιφερειακή υπερδύναμη, απομακρυνόμενη από τη Δύση και στρεφόμενη προς την Ανατολή, οδηγεί την Άγκυρα να αντιμετωπίζει με ρεαλισμό το αδιέξοδο. Δηλαδή, η Τουρκία αναγνωρίζει πως προς το παρόν δεν πρόκειται να ενταχθεί στην ΕΕ, διότι απλά δεν το επιτρέπουν οι καταστάσεις και περιστάσεις. Τί σημαίνει όμως όλο αυτό για το Κυπριακό;

Συμπεράσματα για το Κυπριακό
Η ουσία που απομένει είναι πως οι οποιεσδήποτε διπλωματικές δράσεις της ΚΔ στα πλαίσια της ΕΕ παραμένουν συμβατικές και έχουν ήδη προβλεφθεί από την Άγκυρα. Η παρωχημένη δηλαδή πολιτική της ΚΔ να αντικρούει την Τουρκία στη βάση της ΕΕ έχει καταντήσει προβλέψιμη και έχει χάσει την ισχύ της στο παιχνίδι της διπλωματίας. Παράλληλα, η Τουρκία αν και αντιλαμβάνεται τις πραγματικές δυσκολίες που υπάρχουν για μια πλήρη ένταξη - γεγονός που μειώνει το ευρωπαϊκό της ενδιαφέρον - δεν είναι διατεθειμένη να συμβιβαστεί, τουλάχιστον προς το παρόν, με μια «Ειδική Σχέση». Αυτό που επιδιώκει είναι η διατήρηση του status quo – μια πολιτική δηλαδή αναμονής (wait and see): είναι βολική, σχετικά εύκολη, και είναι μέρος μιας διαχρονικής στρατηγικής (βλ. Αιγαίο, Κυπριακό) η οποία μακροχρόνια αποφέρει κέρδη (π.χ. στην περίπτωση του Κυπριακού αποφέρει γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά οφέλη που έχουν να κάνουν με θέματα ενέργειας και ελέγχου του Αιγαίου και της Μεσογείου, παγιοποίηση του ψευδοκράτους, και τέλος χειραγώγηση της τουρκικής κοινής γνώμης από τις κατά καιρούς κυβερνήσεις είτε για ψήφους είτε για διατήρηση της κοινωνικής συνοχής σε περιόδους πολιτικής κρίσης, εφόσον το Κυπριακό είναι ένα ευαίσθητο ζήτημα στο εσωτερικό της Τουρκίας που ξυπνά εθνικιστικά συναισθήματα και γεφυρώνει πολιτικές διαφορές). Εξ άλλου, η διατήρηση του status quo στις ευρωτουρκικές σχέσεις επιτρέπει στην Τουρκία τη συνέχεια λήψης ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων για διάφορα ζητήματα (όπως π.χ. την πρόσφατη χρηματική βοήθεια για την αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης). Αυτό βέβαια δεν είναι κάτι καινούργιο. Η Τουρκία βάσιζε πάντα τις σχέσεις της με την ΕΕ στα οικονομικά της συμφέροντα, είτε αυτά ήταν πρωτόκολλα εμπορικών συμφωνιών, είτε διάφορα είδη χρηματικής στήριξης/βοήθειας.
Καταληκτικά, και για να απαντηθεί η αρχική ερώτηση, η ΕΕ είχε το ρόλο του στρατηγικού εταίρου για την ΚΔ πριν μερικά χρόνια, όταν τα δεδομένα ήταν διαφορετικά. Μια σωστή στρατηγική όμως, ενώ πρέπει να έχει αμετάβλητους στόχους, πρέπει παράλληλα να ελίσσεται και να προσαρμόζεται ανάλογα με τις εξελίξεις. Οι εξελίξεις υποδεικνύουν την ανάγκη για αλλαγή στο κέντρο βάρους της κυπριακής στρατηγικής. Προφανώς το ευρωπαϊκό χαρτί δεν είναι άχρηστο, απλά δεν είναι τόσο σημαντικό όσο ήταν όταν η ΕΕ ήταν σε καλύτερη κατάσταση, όταν το «Σχέδιο Ανάν» δεν είχε ακόμα απορριφθεί από τους Ε/κ και όταν η Τουρκία εμπιστευόταν ακόμα τις προθέσεις τις ΕΕ. Οι διμερείς σχέσεις με ευρωπαϊκά κράτη εκτός παλαισίου ΕΕ ίσως αποδειχθούν πιο αποτελεσματικές. Το θετικό είναι πως τα τελευταία χρόνια η ΚΔ κατάφερε να αναπτύξει δπλωματικούς και οικονομικούς δεσμούς και με άλλα κράτη της ευρύτερης περιοχής που σημαίνει οτι εναλλακτικές υπάρχουν.
Από τούδε και στο εξης πρέπει να ακολουθηθεί μια πιο ευρεία γεωπολιτική, γεωοικονομική και διπλωματική στρατηγική τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, η οποία να συμπεριλαμβάνει αλλά και να ξεπερνά τα πλαίσια της ΕΕ, ιδιαίτερα τώρα που οι ενεργειακές εξελίξεις με το κυπριακό φυσικό αέριο τρέχουν. Ουσιαστικές λύσεις δεν μπορούν να είναι ούτε συμβατικές, ούτε εμφανείς, ούτε μονοδιάστατες. Πρέπει να είναι έξυπνες, σύνθετες και να κινούνται έξω από τις συστημικές και οφθαλμοφανείς πραγματικότητες της διεθνούς πολιτικής. Η λύση του Κυπριακού βρίσκεται εκεί που τα μέσα, τα οποία διατίθενται για την επίτευξη των στόχων, συναντούν τα δεδομένα της χρονικής συγκυρίας.


[i] Βλ. μεταξύ άλλων στατιστικά ερευνών που παρατίθενται στο Τριανταφύλλου Δ. – Φωτίου Ε., Τουρκική Εξωτερική Πολιτική Πολιτική την Εποχή του ΑΚΡ: Προς μια PAX OTTOMANA;, Παπαζήση, Αθήνα, 2010, σ.79-80.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου