Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου

11.8.12

ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ

Το κοινοβουλευτικό σύστημα το δημιούργησε η αστική τάξη σαν αντίρροπο και αντίβαρο στην αυταρχικότητα της εκτελεστικής εξουσίας ( της κυβέρνησης) : Έπρεπε να βρεθεί τρόπος ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του να μην κάνουν ό, τι θέλουν. Όπως παλιότερα λογοδοτούσαν στον μονάρχη, τώρα λογοδοτούν στους “εκπροσώπους του έθνους”.

 ‘Όμως , από το 1930 περίπου και μετά, και παρά την ήδη σωρευμένη μεγάλη κοινοβουλευτική πείρα στις περισσότερες χώρες του κόσμου, οι κυβερνήσεις αρχίζουν να μην πολυλογαριάζουν το Κοινοβούλιο, και να λειτουργούν λίγο πολύ ερήμην του. Πράγματι, το κοινοβουλευτικό σύστημα μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά μόνο κάτω από το παραδοσιακό φιλελεύθερο αστικό καθεστώς του “λεσέ φερ”, όπου το κράτος περιορίζεται στον διαιτητικό του ρόλο και αφήνει το κεφάλαιο να κάνει ( αυτό σημαίνει “λεσέ φερ”) ό, τι το βολεύει.

 Όμως όταν οι κυβερνητικές αποφάσεις είναι πολλές και παίρνονται βιαστικά το Κοινοβούλιο δεν μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικό έλεγχο. Κι έτσι, η εκτελεστική εξουσία αρχίζει να αυτονομείται και πάλι, όπως πριν από την εμφάνιση του κοινοβουλευτικού συστήματος (το 1683 στην Αγγλία και το 1814 στη Γαλλία). Τώρα πια διορίζονται και εξωκοινοβουλευτικοί υπουργοί, πράγμα ακατανόητο για τον γνήσιο παραδοσιακό κοινοβουλευτισμό όπου κάθε υπουργός πρέπει να είναι και βουλευτής. Φυσικά, κάθε διορισμός εξωκοινοβουλευτικού υπουργού επικυρώνεται απ’ τη Βουλή.

 Αλλά η ανάγκη “στρατολόγησης” κυβερνητικών στελεχών και έξω απ’ τη Βουλή δηλώνει την αδυναμία της κυβέρνησης να κάνει αποτελεσματική δουλειά χωρίς την επικουρία ειδικών και τεχνοκρατών, κυρίως οικονομολόγων. Και τούτοι οι επαγγελματίες είναι κατά το μάλλον και ήττον αδιάφοροι για την ουσία της πολιτικής της κυβέρνησης, την οποία υπηρετούν σαν μισθοφόροι. Κατά τον Τζ. Μπάρναμ ( Η “επανάσταση των διευθυντών” μετάφραση Τάκη Κονδύλη, έκδοση Κάλβος) μπήκαμε ήδη σε μια εποχή που τον κόσμο θα τον κυβερνούν οι μάνατζερ και όχι οι πολιτικοί. Ήδη σήμερα, κανείς υπουργός δεν μπορεί να υπουργεύει χωρίς το σμήνος των συμβούλων του και των μονίμων ανωτέρων στελεχών του υπουργείου του.

 Έτσι εξηγείται και η ευχέρεια με την οποία οι υπουργοί αλλάζουν υπουργία κάθε τόσο: Έχουν μεταβληθεί σε τοποτηρητές της κεντρικής εξουσίας και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα χωρίς την ενεργό συμμετοχή των ειδικών και των μόνιμων ανωτέρων υπαλλήλων του υπουργείου. Αλλά κοινοβουλευτισμός με προεξάρχοντες στη διακυβέρνηση τους μάνατζερ δεν νοείται. Γιατί οι Διευθυντές όποτε θέλουν μπορούν να… επαναστατήσουν, ή να απεργήσουν, ή να χρηματιστούν, ή απλά να κάνουν το κέφι τους, οπότε η κυβερνητική πολιτική πάει περίπατο. Η Αλλαγή, η όποια αλλαγή, σκοντάφτει κατ’ αρχήν στους Διευθυντές. Δηλαδή, στους γραφειοκράτες , που τείνουν να συγκροτηθούν σε μια ξεχωριστή κοινωνική τάξη, με τα δικά της συμφέροντα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το Κοινοβούλιο ολοένα και περισσότερο περιορίζεται στο “να παράγει λόγια για την εξαπάτηση του κοσμάκη” όπως λέει ο Λένιν στο “Κράτος και Επανάσταση”. Πάλι ο Λένιν, στο ίδιο οριακό έργο του, επισημαίνει τον κίνδυνο για μια άνευ όρων αποδοχή του Κοινοβουλευτισμού: ” Υπουργοί και εξ επαγγέλματος πολιτικοί ημιμαθείς σοσιαλιστές και προδότες του προλεταριάτου εγκατέλειψαν σήμερα κάθε κριτική του κοινοβουλευτισμού στους αναρχικούς”.

 Ωστόσο, ο Λένιν ποτέ δεν ήταν εχθρός του κοινοβουλευτισμού. Απλώς κρατούσε απέναντί του μια στάση κριτική: Ήξερε πως οι βασικές κοινωνικές συγκρούσεις δεν λύνονται στο Κοινοβούλιο. (Ούτε η αστική τάξη που το δημιούργησε λύνει σήμερα τις κύριες ενδοταξικές διαφορές της στο Κοινοβούλιο, όπως γίνεται φανερό από την μετάθεση των κέντρων εξουσίας στους ειδικούς και την αυξανόμενη εξουσιαστική σημασία των “ομάδων πίεσης των γνωστών “λόμπυ”). Ήξερε, όμως, ακόμα ο Λένιν πως το Κοινοβούλιο, όσο πλημμελώς κι αν λειτουργεί, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν μέσο διάδοσης κάποιων ιδεών που, βέβαια, δεν είναι οι ιδέες της αστικής τάξης που δημιούργησε το Κοινοβούλιο για τα συμφέροντά της.

 Όπως έλεγαν οι Γερμανοί Σπαρτακιστές, οι αστοί χρησιμοποιούν το Κοινοβούλιο για να κάνουν τη δουλειά τους, οι σοσιαλιστές για να επηρεάζουν τις άρχουσες τάξεις, και οι κομουνιστές για να επηρεάζουν τις μάζες. Μ’ άλλα λόγια το Κοινοβούλιο είναι χρήσιμο για όλο τον κόσμο -αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο για όλες τις κοινωνικές τάξεις.

Ο Μαρξ δεν μίλησε για τη θέση που πρέπει να κρατούν οι κομουνιστές απέναντι στον κοινοβουλευτισμό. Απλώς, θεωρούσε το Κοινοβούλιο ξεπερασμένο κοινωνικά θεσμό για την ίδια την αστική τάξη που το δημιούργησε, και προέβλεψε προφητικά πως η αστική τάξη ολοένα και περισσότερο θα απομακρύνεται από τον κοινοβουλευτισμό και θα καταφεύγει σε συνεχώς και περισσότερο αυταρχικούς τρόπους διακυβέρνησης.

Για τον Μαρξ, το Κοινοβούλιο έπαιξε τον ιστορικό του ρόλο που οι αστοί του έταξαν να παίξει, και στο μέλλον θα παραχωρήσει τη θέση του σε μια ανοιχτή δικτατορία της αστικής τάξης. Ο Μαρξ δεν είδε βέβαια, τον φασισμό. Όμως, τον διείδε. Και προέβλεψε πως, υπό καπιταλιστικό καθεστώς, η διάδοχος της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας κατάσταση θα είναι η φασιστική δικτατορία όπως θα λέγαμε με σύγχρονη ορολογία.

 Ο Ένγκελς, που έζησε για να δει την θεαματική ανάπτυξη του κοινοβουλευτισμού, αντιμετώπιζε με μεγαλύτερη απ’ τον Μαρξ συμπάθεια την πιθανότητα μιας ανάμειξης των κομουνιστών στην κοινοβουλευτική ζωή κάθε χώρας όπου υπάρχει Κοινοβούλιο. Πίστευε πως η επιτυχημένη εκμετάλλευση της καθολικής ψηφοφορίας αποτελεί μια νέα μορφή ταξικού αγώνα, που δεν πρέπει να την περιφρονήσουν οι κομουνιστές σαν αστική.

Ο Λένιν, πάντα προσεκτικός και λεπτολόγος στις κρίσεις του για ένα σύστημα διακυβέρνησης, το κοινοβουλευτικό που, βέβαια, δεν είναι αυτό που ονειρεύεται ο μαρξισμός, λέει στο “Κράτος και Επανάσταση” που είναι το κύριο σημείο αναφοράς στο σημερινό κείμενό μας: “Να αποφασίζεται μια φορά το χρόνο ποιο απ’ τα μέλη της κυρίαρχης τάξης θα καταπιέσει το λαό δια του Κοινοβουλίου, αυτή είναι η πραγματική ουσία του μικροαστικού κοινοβουλευτισμού, όχι μόνο στις κοινοβουλευτικές και συνταγματικές μοναρχίες, αλλά και στα δημοκρατικά πολιτεύματα”.

 Συμπληρώνει, όμως, παρακάτω: “Χωρίς τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς δεν μπορούμε να φανταστούμε μια Δημοκρατία, ακόμα ούτε μια προλεταριακή Δημοκρατία. Αλλά μπορούμε και πρέπει να σκεφτούμε μια Δημοκρατία χωρίς κοινοβουλευτισμό, αν η κριτική μας κατά της καπιταλιστικής κοινωνίας δεν είναι κούφια λόγια”. Μ’ άλλα λόγια, δεν είναι το αντιπροσωπευτικό σύστημα διακυβέρνησης που καταδικάζει ο μαρξισμός. Είναι το ψευδοαντιπροσωπευτικό, όπου οι “εκπρόσωποι του λαού” εκπροσωπούν ξεχωριστές τάξεις με χωριστά συμφέροντα κι όχι τον λαό στο σύνολό του. Άλλωστε, ο αστικός σολιψισμός μας κάνει να πιστεύουμε πως ο αστός βουλευτής δεν εκπροσωπεί στην πραγματικότητα ούτε καν την τάξη του. Εκπροσωπεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, μόνο τους κουμπάρους του, τα βαφτιστήρια του, τα ξαδέρφια του, και κυρίως, κυριότατα, τους άμεσα συνδεδεμένους με τα προσωπικά του συμφέροντα.

 Η αστική τάξη δεν είναι συγκροτημένη τάξη με σαφή ταξική συνείδηση. Είναι ένα σύμφυρμα ιδιωτών με αντιθετικά και αντικρουόμενα συμφέροντα όπου ο ένας κάνει ό, τι μπορεί για να βγάλει το μάτι του άλλου. Άλλωστε, δεν είναι δύσκολο να υποθέσουμε πως κάθε “διάλυση αδεία προέδρου Πρωτοδικών” προκαλεί άφατη χαρά στο γείτονα μαγαζάτορα που θα πάρει την πελατεία του χρεωκοπημένου “συναδέλφου”.

Και κάθε επικήδειος στην κηδεία ενός βιομήχανου, εκφωνημένος από εκπρόσωπο του Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, είναι στην πραγματικότητα ένας πανηγυρικός: Ένα θηρίο λιγότερο στην καπιταλιστική ζούγκλα δεν φτάνει βέβαια, για να γίνει η ζούγκλα τόπος περιπάτου. Αλλά, όπως και να το κάνουμε, ένα θηρίο λιγότερο δεν είναι ένα θηρίο περισσότερο. Και στα Βιομηχανικά Επιμελητήρια δεν οργανώνονται τελετές για την υποδοχή των νέων μελών. Διότι κάθε νέο μέλος είναι κι ένας νέος λύκος στο κοπάδι των λύκων. Όταν. Μάλιστα, τα πρόβατα λιγοστεύουν ολοένα και περισσότερο, κάθε πρόσθετος λύκος είναι και μια πρόσθετη απειλή για τους παλιότερους λύκους που κινδυνεύουν να ψοφήσουν… απ’ την πείνα. Και για να μην συμβαίνει πολύ συχνά ο λυκοσπαραγμός, οι λύκοι αποφάσισαν κάποτε να συζητούν και ” να τα βρίσκουν” , κατά το δη λεγόμενον. Προς τούτο, ίδρυσαν το ειδικό συζητητήριο που λέγεται Παρλαμέντο σ’ όλες τις γλώσσες εκτός από την ελληνική που επιμένει να το ονομάζει παραπειστικά Βουλή, εις μνήμην της αρχαίας Αθηναϊκής Βουλής που, βέβαια, απέχει, όπως θα δούμε την ερχόμενη Κυριακή, έτη φωτός απ’ την νέα εν Αθήναις ελληνική Βουλή. Λοιπόν, όπως λέει και ο Λένιν, είναι ανάγκη να μετατρέψουμε τον θεσμό του Κοινοβουλίου από αερολογικό οργανισμό σε οργανισμό θετικής εργασίας. Αλλά πώς να κάνεις στο Κοινοβούλιο θετική εργασία όταν η εκτός Κοινοβουλίου εργασία είναι σταθερά αρνητική; Τα κοινοβουλευτικά ήθη αλλάζουν όταν αλλάζουν τα ήθη της κοινωνίας στην οποία ανήκει η Βουλή. Μια Βουλή τσαρουχάδων δεν είναι ίδια με μια Βουλή Λόρδων. Αν μη τι άλλο σοβαρότερο, στη Βουλή των Λόρδων της Αγγλίας, τουλάχιστον δεν αρπάζουν τις κάλπες μέσα από τη Βουλή. Ούτε βρίζονται σαν καραγωγείς. Ούτε παίζουν με τα ψηφοδέλτια. Ούτε αποστατούν για να χτίσουν μια βίλα με τα λύτρα της αποστασίας. Ούτε λεν και ξελεν. Είπαμε : Η αστική Βουλή είναι χώρος ευπρεπών συζητήσεων ( παρλαμέντο). Δεν είναι ζούγκλα. Και ο θεσμός εγκαθιδρύθηκε απ’ τους Άγγλους τζεντλεμεν το 1638 ίσα ίσα για να υπάρξει μια όαση στην εκτός Βουλής ζούγκλα. Διάολε, κάπου πρέπει να καταφύγουν και τα θηρία για προστασία. Άλλωστε, το καπιταλιστικό παιχνίδι παίζεται με κανόνες παντού, εκτός απ’ τις ζώνες του “δύσμορφου καπιταλισμού”.

 Και ο ελληνικός καπιταλισμός δεν είναι απλώς δύσμορφος, είναι τέρας εκ γεννετοίς. Γι’ αυτό ακριβώς δεν μπόρεσε να φτιάξει κανόνες για το παιχνίδι του. Ο κάθε Έλληνας δυσμορφικός καπιταλιστής το παίζει με τον τρόπο του, και λογαριασμό δεν έχει να δώσει σε κανέναν. Γιατί λοιπόν να δώσει λογαριασμό στη Βουλή, στη δική του Βουλή, που φτιάχτηκε ακριβώς για να θεσπίζει τους κανόνες του δικού του παιχνιδιού; Όταν, τώρα αυτοί οι κανόνες παν ν’ αλλάξουν και να ευπρεπιστούν στοιχειωδώς, πανικός μέγας καταλαμβάνει τους κομπραδόρους που ψάχνουν για “μπολσεβίκους” κρυμμένους κάτω από τα έδρανα της αίθουσας της Βουλής.

Όμως, ω αφελείς πανικόβλητοι πρώην κατσικοκλέφτες και νυν νομότυποι κλέφτες της υπεραξίας της δουλειάς του εργαζόμενου στις δύσμορφες “επιχειρήσεις” σας, οι “ανατροπείς” κάθονται ήσυχα στα έδρανά τους και δεν έχουν σκοπό να ανατρέψουν τίποτα απολύτως. Αυτό θα έπρεπε να το κάνουν τότε που μπορούσαν, και πριν αριβάρει ο Σκόμπυ σαν… απεσταλμένος της Βουλής των Λόρδων.

Σήμερα δεν τους μένει τίποτα καλύτερο να κάνουν απ’ το να κάθονται και να παρακολουθούν με αγαλλίαση το αγοραίο νταβαντούρι. Είναι κι αυτό μια παρηγοριά. Και μη μου πείτε πως είναι χαιρέκακοι και μνησίκακοι! Πώς να μην είναι, όταν μέσα απ’ την Βουλή βγήκαν όλα τα ιδιώνυμα κι όλα τα έκτακτα ψηφίσματα με τα οποία τα τρωκτικά του σχεδίου Μάρσαλ έστειλαν χιλιάδες στο εκτελεστικό απόσπασμα μόνο και μόνο γιατί τόλμησαν να ονειρευτούν ένα καλύτερο μέλλον για τον κόσμο; Το δικό σας κόσμο τον ξέρουμε. Αφήστε λοιπόν να δοκιμάσουμε κι έναν άλλο. Έστω και μόνο για την χαρά της δοκιμής και την πείρα μιας ακόμα αποτυχίας. Αυτή τη φορά μας χρειάζεται κοινοβουλευτική πείρα. Γιατί απ’ την άλλη έχουμε μπόλικη. Και μας χρειάζεται αυτή η πείρα διότι, όπως λέει ο Κάουτσκι: ” Ένα αληθινά κοινοβουλευτικό καθεστώς, ακριβώς όπως είναι σήμερα όργανο της αστικής τάξης, μπορεί το ίδιο καλά να γίνει όργανο των προλετάριων”. Μια τέτοια προοπτική δεν είναι βέβαια καθόλου ευχάριστη για σας. Είναι όμως μια προοπτική που εσείς οι ίδιοι την ξανοίξατε. Αν θέλετε ν’ αποφύγετε τον εφιάλτη μιας τέτοιας δυσάρεστης για εσάς προοπτικής, κλείστε το Κοινοβούλιο και ησυχάστε. Όσο, όμως, το κρατάτε ανοιχτό θα υφίστασθε και τον εφιάλτη. Αυτό μοιάζει με κινέζικο βασανιστήριο, σύμφωνοι. Αλλά τι να κάνουμε; Ουδέν καλόν ( κοινοβουλευτικόν) αμιγές κακού ( κοινοβουλευτικού).

Τον “δούρειο ίππο” δεν τον έφτιαξαν οι “ανατροπείς”. Τον έφτιαξαν οι Εγγλέζοι το 1638. Κι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν “μπολσεβίκοι”. Αυτοί είναι πάρα πολύ μεταγενέστεροι των εφευρετών του κοινοβουλευτισμού. Τι θέλετε να κάνουν τώρα; Να πουν ” ευχαριστώ για την πρόσκληση, αλλά για λόγους αρχής εμείς δεν συνηθίζουμε τις επισκέψεις στο σπίτι του εχθρού μας”; Τους καλέσατε σε ανύποπτο χρόνο, το 1638, και σας κουβαλήθηκαν γύρω στα 1920 για πρώτη φορά, με μεγάλη καθυστέρηση. Όμως, κάλιο αργά παρά ποτέ- αν κι εσείς θα προτιμούσατε μια αντιστροφή της παροιμίας: Κάλιο ποτέ παρά αργά.

 Λοιπόν, ή θα βάλετε οριστικό λουκέτο στο Κοινοβούλιο, όπως το κάνατε ευκαιριακά πολλές φορές μέχρι τώρα, ή θα συνυπάρξετε ειρηνικά με τους εχθρούς σας. Τρίτος δρόμος προς τον καπιταλισμό δεν υπάρχει. Και για να είμαστε κυνικά ειλικρινείς προσθέτουμε προς χρήσιν σας ένα ακόμα τσιτάτο απ’ το “Αριστερισμός, η παιδική αρρώστια του κομουνισμού” του Λένιν. Λέει λοιπόν ο Λένιν : ” Το να λέμε πως το κοινοβουλευτικό σύστημα είναι “ιστορικά απαρχαιωμένο” είναι σωστό για την προπαγάνδα, αλλά ο καθένας ξέρει πως αυτό απέχει ακόμα πολύ απ ‘ το να έχει ξεπεραστεί στην πράξη”.

 βασίλης ραφαηλίδης

πηγή: καράβι κόκκινο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου