Ας ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε.

Ζοζέ Σαραμάγκου

27.2.12

E.Meiksins Wood—Η υπαναχώρηση από την έννοια της τάξης Κεφ.III

πηγή: waltendegewalt

αρχική δημοσίευση: Lenin Reloaded

Κεφάλαιο 3: Ο Πρόδρομος: Νίκος Πουλαντζάς
Μτφρ.: Δ.Ν. Παρίσογλου

Ι

Όλες οι μείζονες θεματικές του ΝΠΣ [Νέου Πραγματικού Σοσιαλισμού] υπάρχουν σε εμβρυακή μορφή στο έργο του Νίκου Πουλαντζά· και είναι πιθανό ότι αν ζούσε θα μπορούσε να έχει οδηγήσει τη λογική της θεωρητικής και πολιτικής πορείας του στη θέση που καταλαμβάνεται τώρα από πολλούς μετα-Αλτουσεριανούς συναδέλφους του. Ωστόσο, ποτέ δεν πήγε τόσο μακριά· κι αν ο Πουλαντζάς είναι αναμφίβολα μια σημαντική επιρροή, δεν μπορεί πραγματικά να θεωρηθεί, θεωρητικά και πολιτικά, ως ένας ώριμος Νέος Πραγματικός Σοσιαλιστής όσον αφορά είτε τη θεωρητική απόσπαση της ιδεολογίας και της πολιτικής από κάθε κοινωνικό προσδιορισμό, είτε την πολιτική αποστασιοποίηση του σοσιαλισμού από την εργατική τάξη.

Ο Πουλαντζάς αξίζει ιδιαίτερης προσοχής, όχι μόνο επειδή είναι ίσως ο πιο σημαντικός θεωρητικός της μετα-Αλτουσεριανής παράδοσης, αυτός που έχει κάνει τα περισσότερα για να θεμελιώσει αυτή την παράδοση ―μαζί με τους φιλοσοφικούς προβληματισμούς της― πιο στέρεα στα άμεσα πολιτικά προβλήματα του σύγχρονου σοσιαλισμού, αλλά και επειδή συνέβαλε καταλυτικά στον επαναπροσανατολισμό των Μαρξιστών σε θεωρητικά προβλήματα που σε γενικές γραμμές είχαν παραμεληθεί δια μακρόν. Ο βαθμός επιρροής του στη σημερινή γενιά των πολιτικών θεωρητικών του Μαρξισμού ―που είναι και το πιο εντυπωσιακό στην τραγικά βραχύβια καριέρα του― θα ήταν επαρκής λόγος για να τον ξεχωρίζουμε ως μια παραδειγματική περίπτωση. Εντούτοις αποτελεί παραδειγματική περίπτωση και με μία πιο γενική, ιστορική έννοια. Η πορεία της πολιτικής και θεωρητικής του εξέλιξης ιχνηλατεί την τροχιά μιας σημαντικής τάσης στην Ευρωπαϊκή Αριστερά, αντανακλώντας την πολιτική οδύσσεια μιας ολόκληρης γενιάς.

Όταν Πουλαντζάς έγραψε το πρώτο του σημαντικό θεωρητικό έργο, Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1968, επιζητούσε, όπως και πολλοί άλλοι, ένα θεμέλιο για τη σοσιαλιστική πολιτική που δεν ήταν ούτε Σταλινικό ούτε σοσιαλδημοκρατικό. Τότε, στο κατώφλι της Ευρωκομμουνιστικής εποχής, δεν υπήρχε καμμία προφανής εναλλακτική λύση στην Ευρώπη. Η θεωρητική διερεύνηση του Πουλαντζά περί του πολιτικού θεμελίου ήταν ακόμα αφηρημένα κριτική, αρνητική, και μακριά από τις θεωρητικές βάσεις των κύριων διαθέσιμων επιλογών, χωρίς σαφή θετική δέσμευση σε οποιαδήποτε κομματική γραμμή. Όπως πολλοί από τους συγχρόνους του, ωστόσο, φαίνεται πως έκλινε προς την ακρο-Αριστερή, λιγότερο ή περισσότερο Μαοϊκή, επιλογή. Τουλάχιστον, ο θεωρητικός εξοπλισμός του [apparatus] ―βαθιά υποχρεωμένος τον Αλτουσέρ, του οποίου οι Μαοϊκές συμπάθειες ήταν τότε αρκετά σαφείς― φέρει σημαντικά ίχνη αυτής της δέσμευσης. Η επίθεση στον «οικονομισμό», που είναι το σήμα κατατεθέν του έργου του Πουλαντζά, και η βάση της έμφασης που έδωσε στην ιδιαιτερότητα και την αυτονομία της πολιτικής, ήταν ουσιώδης στον Μαοϊσμό και αποτέλεσε ένα από τα κύρια θέλγητρά του για ανθρώπους όπως ο Αλτουσέρ. Η έννοια της «πολιτιστικής επανάστασης» άσκησε επίσης ισχυρή γοητεία στον Πουλαντζά, όπως και σε πολλούς άλλους που την θεώρησαν ως γενεσιουργό αρχή «επαναστάσων», όπως αυτή του Μάη του 1968. Ανεξαρτήτως του τι σήμαινε αυτή η έννοια για τους Κινέζους, υιοθετήθηκε από φοιτητές και διανοούμενους στη Δύση ως προπέτασμα για επαναστατικά κινήματα χωρίς συγκεκριμένα σημεία επικέντρωσης ή εστιασμένους πολιτικούς στόχους, τα οποία χαρακτηρίζονται αντίθετα από τη διάχυση της πάλης σε όλο το κοινωνικό «σύστημα» και σε όλα τα μέσα της ιδεολογικής και πολιτιστικής ενσωμάτωσης. Οι θεωρητικές επιπτώσεις αυτής της αντίληψης καταδεικνύονται από τον ίδιο τον Πουλαντζά, για παράδειγμα, στη συζήτησή του με τον Ραλφ Μίλιμπαντ. Σ’ αυτό τον διάλογο, ο Πουλαντζάς υιοθέτησε την Αλτουσεριανή έννοια των κράτο«ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους», σύμφωνα με την οποία διάφοροι ιδεολογικοί θεσμοί της πολιτικής κοινωνίας [civil society] που λειτουργούν για να διατηρηθεί η ηγεμονία της κυρίαρχης τάξης ―όπως η Εκκλησία, τα σχολεία, ακόμα και τα συνδικάτα― αντιμετωπίζονται ως ανήκοντα στο σύστημα του κράτους.[1] Πρότεινε τη σύνδεση της ιδέας της «πολιτιστικής επανάστασης» με την στρατηγική αναγκαιότητα της «θραύσης» αυτών των ιδεολογικών μηχανισμών. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι υπέρμαχοι της «πολιτιστικής επανάστασης» οι οποίοι προσελκύστηκαν από αυτή την έννοια εξέλαβαν τους εν λόγω «μηχανισμούς» ως μέρος του κράτους, νομιμοποιώντας έτσι θεωρητικά την στροφή προς την «πολιτιστική» και ιδεολογική επανάσταση και τη διάχυση της πάλης. Πράγματι, η κεντρική θέση της ιδεολογίας στην μετα-Αλτουσεριανή πολιτική και θεωρία, ανεξάρτητα από τις τροποποιήσεις που έχει υποστεί έκτοτε, ενδεχομένως οφείλεται στην σύλληψη του κοινωνικού μετασχηματισμού ως μία «πολιτιστική επανάσταση» – αν όχι στην πρωτότυπη Κινεζική μορφή της, τουλάχιστον στο ειδικά Δυτικό ιδίωμα του Μάη του 1968. Υπάρχει, επίσης στον πρώιμο Πουλαντζά, όπως και σε πολλούς από τους συγχρόνους του, κάτι που θυμίζει πολύ (όπως επεσήμανε ο Μίλιμπαντ στη συζήτηση με τον Πουλαντζά) την «ακρο-Αριστερή παρέκκλιση», σύμφωνα με την οποία μικρή διαφορά υπάρχει μεταξύ των διαφόρων μορφών του καπιταλιστικού κράτους, είτε φασιστικής είτε φιλελευθερο-δημοκρατικής μορφής, και οι αστικο-δημοκρατικές μορφές είναι κάτι περισσότερο από απάτη και μυστικοποίηση. Ευδιάκριτα ίχνη αυτής της άποψης μπορούν να ανευρεθούν, για παράδειγμα, στην αντίληψη του Πουλαντζά για τον Βοναπαρτισμό ως βασικό χαρακτηριστικό όλων των καπιταλιστικών κρατών

Πολλές από αυτές τις έννοιες εγκαταλείφθηκαν ή τροποποιήθηκαν από τον Πουλαντζά τόσο κατά τη διάρκεια αυτής της συζήτησης όσο και στο μεταγενέστερο έργο του. Όπως η προγενέστερη πολιτική στάση του, με τις ακρο-Αριστερές και Μαοϊκές προσμίξεις, έδωσε τη θέση της στον Ευρωκομμουνισμό, έτσι απομακρύνθηκε και από τις προηγούμενες απόψεις του για τον Βοναπαρτισμό, τους «ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους», και ούτω καθεξής. Κυρίως η θεωρία του για το κράτος, καθώς και οι ρητές πολιτικές διακηρύξεις του, μετατοπίστηκαν από την προφανή υποτίμηση των φιλελεύθερων δημοκρατικών μορφών προς μια έστω επιφυλακτική αποδοχή ―κυρίως στο τελευταίο βιβλίο του,Κράτος, Εξουσία, Σοσιαλισμός― της Ευρωκομμουνιστικής οπτικής για την μετάβαση στο σοσιαλισμό ως επέκταση των υφιστάμενων αστικών δημοκρατικών μορφών.

Οι μετατοπίσεις, τόσο σε πολιτικό όσο και σε θεωρητικό επίπεδο, είναι ουσιαστικές· αλλά παρ’ όλα αυτά υπάρχει μια συνέχεια, μια ενότητα των υπόρρητων παραδοχών, που λέει πολλά, όχι μόνο για τον ίδιο τον Πουλαντζά, αλλά για τη λογική που διατρέχει την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, ή ένα σημαντικό τμήμα της, από τη δεκαετία του 1960. Υπάρχει μια χαρακτηριστική αμφισημία στην αντίληψή του για τον δημοκρατικό σοσιαλισμό και τα μέσα με τα οποία πρέπει να επιτευχθεί, μια αμφισημία που εξακολουθεί να υφίσταται καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού από τον «Μαοϊσμό» στον Ευρωκομμουνισμό και τείνει προς την εκτόπιση της ταξικής πάλης και της εργατικής τάξης.

ΙΙ
Η θεωρία του Πουλαντζά για το κράτος, λόγω του σχολαστικισμού της, είχε εξ αρχής ως κίνητρο στρατηγικά ζητήματα και την ανάγκη να παράσχει μία θεωρητική βάση από την οποία θα ασκούσε «επιστημονική» κριτική σε μερικά πολιτικά προγράμματα και θα υποστήριζε άλλα. Στο Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις, ο Πουλαντζάς κατασκεύασε μία περίτεχνη θεωρητική επιχειρηματολογία κυρίως για να αποδείξει και να διασαφηνίσει δύο βασικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού κράτους: τον ενιαίο χαρακτήρα της θεσμοθετημένης εξουσίας του και τη «σχετική αυτονομία» του έναντι των κυρίαρχων τάξεων. Παραδόξως, υποστήριξε ο Πουλαντζάς, οι κυρίαρχες τάξεις στον καπιταλισμό δεν αντλούν την «ξεκάθαρη και αποκλειστική πολιτική εξουσία» τους από την κατοχή ή από την πραγματική συμμετοχή τους στα «τμήματα» της θεσμοθετημένης κρατικής εξουσίας, αλλά αντίθετα από την «σχετική αυτονομία» που επιτρέπει στο κράτος να τους παράσχει την πολιτική ενότητα που ειδάλλως στερούνται.[2]

Το ερώτημα που διέπει αυτά τα θεωρητικά επιχειρήματα είναι ουσιαστικά στρατηγικό: «μπορεί το κράτος να έχει μια τέτοια αυτονομία έναντι των κυρίαρχων τάξεων ώστε να μπορεί να επιτύχει το πέρασμα στο σοσιαλισμό χωρίς ο κρατικός μηχανισμός να κατακερματιστεί από την κατάκτηση της ταξικής εξουσίας;»[3] Η απάντηση του Πουλαντζά έχει συγκεκριμένους στόχους. Επιτίθεται στα «εργαλειακά» επιχειρήματα, τα οποία αντιμετωπίζουν το κράτος ως ένα απλό εργαλείο των κυρίαρχων τάξεων. Επίσης, απορρίπτει την άλλη πλευρά του «εργαλειακού» νομίσματος, την άποψη ότι το εργαλείο μπορεί εύκολα να αλλάξει χέρια και ότι, ως ένα αδρανές και ουδέτερο εργαλείο, μπορεί να να χρησιμοποηθεί τόσο εύκολα προς το συμφέρον του σοσιαλισμού, όπως παλιά χρησιμοποιόταν προς το συμφέρον του κεφαλαίου.[4] Εν ολίγοις, ο Πουλαντζάς επιτίθεται ρητώς στα θεωρητικά θεμέλια του «ρεφορμισμού» και στην πολιτική στρατηγικής της σοσιαλδημοκρατίας. Η στρατηγική αυτή ουσιαστικά συμφωνεί με την αστική πλουραλιστική άποψη ότι το κράτος μπορεί να ανήκει σε διάφορα εξισορροπητικά συμφέροντα και απορρέει από την πεποίθηση ότι, μόλις οι εκπρόσωποι της εργατικής τάξης κυριαρχήσουν, η επανάσταση μπορεί να επιτευχθεί «από τα πάνω», αθόρυβα και σταδιακά, χωρίς κανέναν μετασχηματισμό του ίδιου του κράτους. Πράγματι, για τους σοσιαλδημοκράτες, ο σημερινός κρατικο-μονοπωλιακός καπιταλισμός μπορεί να εμφανίζεται ως ένα ήδη μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό. Οι πολιτικές και νομικές μορφές, οι οποίες προηγούνται της οικονομίας, θα τραβήξουν απλώς την τελευταία πίσω τους, επιτρέποντας μια αποσπασματική μετάβαση στο σοσιαλισμό χωρίς ταξική πάλη.

Σε αυτό το στάδιο, οι πολιτικές πεποιθήσεις του ίδιου του Πουλαντζά παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αδιευκρίνιστες, εκτός απ’ αυτή την πολύ γενική επίθεση στην σοσιαλδημοκρατία. Αν και η θεωρία του για το κράτος θα μπορούσε να ιδωθεί ως μία επίθεση εναντίον του Σταλινισμού ―όπως ξεκάθαρα έκανε ο ίδιος μεταγενέστερα αντιμετωπίζοντας τον Σταλινισμό λίγο-πολύ ως την κύρια όψη του σοσιαλδημοκρατικού «κρατισμού»― σε αυτό το πρώιμο έργο αυτού του είδους η κριτική είναι υποτονική· είναι ακόμα υπεβολικά αδύναμη για να ερμηνευθεί ως «αντι-κρατισμός». Στο μέτρο που το βιβλίο μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπεριέχει υποδόριες κριτικές εναντίον του ΚΚΓ, αυτές είναι απολύτως κωδικοποιημένες, όπως είναι στο έργο του Αλτουσέρ εκείνης της περιόδου. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί για το Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις είναι ότι γενικά επιχειρεί να εκφράσει μία πιστότητα στην Λενινιστική παράδοση με τις Αλτουσεριανές διαμεσολαβήσεις της.

Υπάρχουν, ωστόσο, σημαντικοί θεωρητικοί ελιγμοί σ’ αυτό το έργο οι οποίοι έχουν εκτεταμένες πολιτικές επιπτώσεις. Εδώ, ο Πουλαντζάς αρχίζει να καθιερώνει την κυριαρχία του πολιτικού, προχωρώντας πέρα από μέντορά του Αλτουσέρ, και τον Μπαλιμπάρ, και αποστασιοποιούμενος ο ίδιος από τον Μαρξιστικό «οικονομισμό». Εδώ ενδεχομένως σηματοδοτούνται οι Μαοϊκές τάσεις που θα καταστούν σαφέστερες στο επόμενο μείζον έργο του, Φασισμός και Δικτατορία· επίσης όμως διαμορφώνει ένα θεωρητικό εργαλείο το οποίο, όπως αποδεικνύεται, θα συνεχίσει να είναι χρήσιμο στην μεταγενέστερη στροφή του στον Ευρωκομμουνισμό.

Ο Πουλαντζάς εξηγεί κατ’ αρχάς τις συνθήκες υπό τις οποίες το πολιτικό είναι «κυρίαρχο»:

…ως προς τον σφαιρικό ρόλο του κράτους, η κυριαρχία της οικονομικής λειτουργίας του υποδηλώνει ότι, κατά γενικό κανόνα, ο κυρίαρχος ρόλος στην άρθρωση των στιγμών[instances] ενός σχηματισμού επιστρέφει στο πολιτικό· και αυτό όχι τόσο μόνο με τη στενή έννοια της άμεσης λειτουργίας του κράτους στην καθαρά πολιτικού χαρακτήρα ταξική πάλη, αλλά αντίθετα με την έννοια που υποδηλώνεται εδώ. Στην περίπτωση αυτή, η κυριαρχία της οικονομικής λειτουργίας του κράτους έναντι των άλλων λειτουργιών του συνδέεται με τον κυρίαρχο ρόλο του, δεδομένου ότι λειτουργεί ως o συνεκτικός παράγοντας που καθιστά αναγκαία την παρέμβαση του σε εκείνη τη στιγμή [instance] που διατηρεί τον καθοριστικό ρόλο ενός σχηματισμού, δηλαδή, το οικονομικό. Αυτή είναι σαφώς η περίπτωση, για παράδειγμα, του δεσποτικού κράτους στον Ασιατικό τρόπο παραγωγής, όπου η κυριαρχία του πολιτικού αντικατοπτρίζεται στην κυριαρχία της οικονομική λειτουργία του κράτους· ή πάλι, στους καπιταλιστικούς σχηματισμούς, η περίπτωση του κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού και της «παρεμβατικής» μορφής του καπιταλιστικού κράτους. Ενώ στην περίπτωση μιας τέτοιας μορφής καπιταλιστικού κράτους όπως το «φιλελεύθερο» κράτος του ιδιωτικού καπιταλισμού, ο κυρίαρχος ρόλος που κατέχεται από το οικονομικό αντικατοπτρίζεται από την κυριαρχία της αυστηρά πολιτικής λειτουργίας του κράτους ―το κράτος ως «αστυφύλακας» [l' état gendarme]― και από την μη παρέμβαση του κράτους στο οικονομικό.[5]

Στο μεταγενέστερο έργο του, η ίδια αυτή ιδέα θα δηλωθεί πιο συνοπτικά:

[...] ο μονοπωλιακός καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από την μετατόπιση της κυριαρχίας μέσα στον ΚΤΠ [Καπιταλιστικό Τρόπο Παραγωγής] από το οικονομικό στο πολιτικό, δηλαδή στο κράτος, ενώ το ανταγωνιστικό στάδιο χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι το οικονομικό έπαιξε κυρίαρχο ρόλο πέραν του ότι είναι καθοριστικό.[6]

Με άλλα λόγια, παρά τον διαχωρισμό του οικονομικού και του πολιτικού που αποτελεί μοναδικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού και που επιβιώνει στο μονοπωλιακό στάδιο, λόγω της επέκτασης του τομέα της κρατικής παρέμβασης η πολιτική σφαίρα αποκτά μία θέση ανάλογη με την «κυριαρχία» της πολιτικής σφαίρας στους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής. Ο Πουλαντζάς, εν προκειμένω, προβαίνει ακόμα σε μια αναλογία ανάμεσα στον κρατικο-μονοπωλιακό καπιταλισμό και τον «Ασιατικό τρόπο παραγωγής».

Αυτή η αναλογία και η αντίληψη του Πουλαντζά για την «κυριαρχία» του πολιτικού στον κρατικο-μονοπωλιακό καπιταλισμό αποκαλύπτει πολλά σχετικά με τις απόψεις του. Το επιχείρημά του βασίζεται στην Αλτουσεριανή αρχή ότι, ενώ το οικονομικό πάντα «καθορίζει σε τελευταία ανάλυση», άλλες «στιγμές» της κοινωνικής δομής μπορούν εξίσου να κατέχουν «καθοριστική» ή «κυρίαρχη» θέση. Στην πραγματικότητα, το οικονομικό «καθορίζει» καθορίζοντας απλώς το ποιά στιγμή θα είναι καθοριστική ή κυρίαρχη. Στην καλύτερη περίπωση προκειται για μία αδέξια και προβληματική ιδέα· αλλά έχει κάποιο νόημα στο βαθμό που σκοπεύει να εκφράσει το ότι σε κάποιους τρόπους παραγωγής ―κατά κανόνα, μάλιστα, στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες― οι σχέσεις παραγωγής και εκμετάλλευσης μπορούν να οργανωθούν με «εξω-οικονομικούς» τρόπους. Έτσι, για παράδειγμα, στην φεουδαρχία η απόσπαση πλεονάσματος γίνεται με εξω-οικονομικά μέσα δεδομένου ότι οι εκμεταλλευτικές εξουσίες του άρχοντα είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις πολιτικές εξουσίες του, την κατοχή εκ μέρους του ενός «τμήματος» του κράτους. Ομοίως, στον «Ασιατικό τρόπο παραγωγής», μπορούμε να πούμε ότι το «πολιτικό» είναι κυρίαρχο, όχι με την έννοια ότι οι πολιτικές σχέσεις υπερισχύουν των σχέσεων εκμετάλλευσης, αλλά αντιθέτως με την έννοια ότι οι ίδιες οι εκμεταλλευτικές σχέσεις παίρνουν πολιτική μορφή στο βαθμό που το ίδιο το κράτος είναι ο πρωταρχικός, άμεσος σφετεριστής της υπερεργασίας. Είναι ακριβώς αυτή η σύντηξη «πολιτικού» και «οικονομικού» που διακρίνει αυτές τις περιπτώσεις από τον καπιταλισμό όπου η εκμετάλλευση, βασιζόμενη στην πλήρη απαλλοτρίωση των άμεσων παραγωγών και όχι στην νομική ή πολιτική τους εξάρτηση ή υποτέλεια, παίρνει μια καθαρά «οικονομική» μορφή. Αυτή είναι λιγότερο ή περισσότερο η έννοια με την οποία ο Αλτουσέρ και Μπαλιμπάρ εννοούν την αρχή του «καθορισμoύ σε τελευταία ανάλυση». Στα χέρια του Πουλαντζά, ωστόσο, η ιδέα υφίσταται μια λεπτή αλλά πολύ σημαντική μεταμόρφωση.[7]

Στο πρωτότυπο σχήμα, οι σχέσεις εκμετάλλευσης είναι πάντοτε κεντρικές, αν και μπορούν να λάβουν «εξω-οικονομικές» μορφές. Στην διατύπωση του Πουλαντζά, οι σχέσεις εκμετάλλευσης παύουν να είναι αποφασιστικής σημασίας. Για εκείνον, οι σχέσεις εκμετάλλευσης ανήκουν στην οικονομική σφαίρα· και το «οικονομικό» στις προ-καπιταλιστικές κοινωνίες, και προφανώς στον μονοπωλιακό καπιταλισμό, μπορεί να υποτάσσεται σε μια ξεχωριστή πολιτική σφαίρα, με τη δική του διακριτή δομή κυριαρχίας.

Θα ήταν, βεβαίως, απολύτως λογικό για τον Πουλαντζά να επισημάνει ότι ο ρόλος και η κεντρική θέση του «πολιτικού» ποικίλλει ανάλογα με το εάν αυτό παίζει άμεσο ή έμμεσο ρόλο στην απόσπαση πλεονάσματος και εάν διαφοροποιείται από το «οικονομικό». Θα ήταν επίσης λογικό να υποθέσει ότι η επέκταση του ρόλου του κράτους στον σύγχρονο καπιταλισμό είναι πιθανό να καθιστά το κράτος όλο και περισσότερο στόχο της ταξικής πάλης. Όμως ο Πουλαντζάς πηγαίνει πολύ πιο πέρα από αυτές τις προτάσεις. Προτείνει όχι μόνο ότι η φύση των εκμεταλλευτικών σχέσεων μπορεί να ποικίλλει σε διαφορετικούς τρόπους παραγωγής ανάλογα με το αν παίρνουν «οικονομικές» ή «εξω-οικονομικές» μορφές, αλλά επίσης ότι οι τρόποι παραγωγής ―ή ακόμα και στάδια των τρόπων παραγωγής― μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με το αν οι ίδιες οι σχέσεις εκμετάλλευσης είναι απολύτως «κυρίαρχες». Όταν υποστηρίζει λοιπόν ότι το «πολιτικό» και όχι το «οικονομικό» είναι «κυρίαρχο» στον μονοπωλιακό καπιταλισμό, στην πραγματικότητα υποστηρίζει ότι πλέον οι σχέσεις εκμετάλλευσης (μολονότι αναμφίβολα «καθοριστικές σε τελευταία ανάλυση») δεν «βασιλεύουν απόλυτα».

III

Το 1970, ο Πουλαντζάς δημοσίευσε το Φασισμός και Δικτατορία, το οποίο αποτελεί το πλέον προφανώς Μαοϊκό του έργο. Γραμμένο στον απόηχο του Μάη του 1968, όταν το μεγαλύτερο ρεύμα της νεολαίας στη Γαλλική αριστερά ήταν ο Μαοϊσμός με τη μορφή της Προλεταριακής Αριστεράς [La Gauche Proletarienne], [το έργο] βρίθει από αναφορές στον Μάο· και, ωσάν αυτές οι ενδείξεις να μην επαρκούσαν για να προσδιοριστεί η τρέχουσα πολιτική στάση του, ο Πουλαντζάς προσφέρει κι έναν άλλον οδοδείκτη: έναν χαρακτηρισμό της Σοβιετικής Ένωσης ―αρκετά αδικαιολόγητο στο πλαίσιο αυτού του βιβλίου― με όρους που προέρχονται από τον Σαρλ Μπετελέμ (στο έργο του οποίου είχε ήδη αναφερθεί επιδοκιμαστικά στο Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις). Είναι σ’ αυτό το έργο επίσης ―στην πιο απτή συνεισφορά του Πουλαντζά στην πολιτική κοινωνιολογία― που δείχνει μια αξιοσημείωτη έλλειψη ευαισθησίας για τις διαφορές ανάμεσα στο αστικο-δημοκρατικό ή κοινοβουλευτικό καπιταλιστικό κράτος, και στο καπιταλιστικό κράτος στη φασιστική μορφή του. Επ’ αυτού, η άποψή του έμελλε να αλλάξει δραματικά τα προσεχή χρόνια.

Το επόμενο σημαντικό ορόσημο ήταν Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό, που δημοσιεύθηκε το 1974. Ήδη ο Πουλαντζάς είχε εγκαταλείψει τον Μαοϊσμό και είχε αρχίσει να επικρίνει ευθέως την θεωρία του ΚΚΓ, αν και ακόμη από τα Αριστερά. Το βιβλίο περιέχει ορισμένες σημαντικές εφαρμογές της θεωρίας του για το κράτος και τα στρατηγικά προβλήματα του Κομμουνισμού, και ακόμα πιο σημαντικές διευρύνσεις της θεωρίας της κοινωνικής τάξης, η οποία βαίνει σε μεγάλο βαθμό προς την εκτόπιση των σχέσεων παραγωγής και εκμετάλλευσης ως τους καθοριστικούς παράγοντες της κοινωνικής τάξης – με σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις, όπως θα δούμε.

Ένας συγκεκριμένος στόχος της κριτικής του βιβλίου είναι η στρατηγική «αντι-μονοπωλιακή συμμαχία» του ΚΚΓ και η θεωρία του «κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού» που βρίσκεται από πίσω της. Η θεωρία του ΚΚΓ, σύμφωνα με του Πουλαντζά, εμπεριέχει πολλά βασικά λάθη. Αντιμετωπίζει τη σχέση ανάμεσα στο κράτος και το μονοπωλιακό κεφάλαιο, σαν να ήταν μια απλή σύντηξη, αγνοώντας το γεγονός ότι το κράτος αποτελεί ένα «μπλοκ εξουσίας» αρκετών κοινωνικών τάξεων ή κλασμάτων τάξεων και όχι ένα «ηγεμονικό» κλάσμα του μονοπωλιακού κεφαλαίου και μόνο· αντιμετωπίζει όλα τα μη μονοπωλιακά συμφέροντα ωσάν να ανήκουν εξίσου στις «λαϊκές μάζες», συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων της αστικής τάξης, χωρίς να αναγνωρίζει τους ταξικούς φραγμούς που διαχωρίζουν το σύνολο της αστικής τάξης από τις πραγματικά «λαϊκές» δυνάμεις· και, με τον ίδιο τρόπο όπως οι σοσιαλδημοκράτες, αντιμετωπίζει το κράτος ως ένα κατ’ αρχήν διαταξικό εργαλείο το οποίο ανταποκρίνεται πρωτίστως στις τεχνικές επιταγές της οικονομικής ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να φαίνεται σαν να μην υπάρχει τίποτα το εγγενές στη φύση του καπιταλιστικού κράτους που το εμποδίζει να καταληφθεί και να μεταστραφεί προς τα λαϊκά συμφέροντα. Ο Πουλαντζάς φαίνεται να κλονίζει τα θεμέλια της στρατηγικής του ΚΚΓ. Ωστόσο, αν και είναι βέβαιο ότι η δική του θέση βρίσκεται στα Αριστερά του κύριου ρεύματος του ΚΚΓ, παρ’ όλα αυτά αποτελεί μία κριτική εκ των ένδον, εκκινώντας από βασικές αρχές που ήταν κοινός τόπος – ιδίως, τη μεταφορά της επαναστατικής δράσης στον «λαό» ή στις «λαϊκές συμμαχίες», τη μετάβαση στο σοσιαλισμό μέσω του «μετασχηματισμού» του αστικού κράτους ή της «προηγμένης δημοκρατίας», και ως εκ τούτου, την εκτόπιση της ταξικής πάλης. Σε τελική ανάλυση, η θεωρία του Πουλαντζά δεν έχει ως στόχο να υπονομεύσει την Κομμουνιστική στρατηγική, αλλά να την τοποθετήσει πάνω σ’ ένα ορθότερο θεμέλιο. Δεν απορρίπτει ουσιαστικά την έννοια του «κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού», αλλά αντιθέτως τη διασώζει. Επαναδιατυπώνει την ιδέα για να επιδιορθώσει τις αντιφάσεις της, λαμβάνοντας υπόψη το αναμφισβήτητο γεγονός ότι το κράτος εκπροσωπεί συμφέροντα άλλα από εκείνα του ηγεμονικού μονοπωλιακού κλάσματος. Αυτό έχει το επιπρόσθετο πλεονέκτημα ότι καθιστά σαφές το πώς και το γιατί το κράτος είναι ευάλωτο στη διάτρηση από λαϊκούς αγώνες. Πιο ουσιαστικά, αν και ο Πουλαντζάς αμφισβητεί την απροϋπόθετη ένταξη του μη μονοπωλιακού κεφαλαίου στο «λαό», διατηρεί την έννοια της «λαϊκής συμμαχίας» και την εστίαση της πάλης στην πολιτική αντίθεση μεταξύ «μπλοκ εξουσίας» και «λαού», αντί του άμεσου ταξικού ανταγωνισμού μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Ο «Αριστερός Ευρωκομμουνισμός» του Πουλαντζά αποκλίνει σίγουρα σε σημαντικά σημεία από το μητρικό δόγμα του, αλλά οι κοινές συνισταμένες είναι πιο θεμελιώδεις από τις αποκλίσεις και έχουν ουσιαστικές συνέπειες για τη Μαρξιστική θεωρία.

Εδώ ερχόμαστε στην ουσία του θέματος και στη συμβολή του Πουλαντζά στην εκτόπιση της ταξικής πάλης. Ο κρίσιμος μετασχηματισμός στη Μαρξιστική θεωρία και πρακτική, ο άξονας επί του οποίου στρέφεται η Ευρωκομμουνιστική στρατηγική, είναι η εκτόπιση της πρωταρχικής αντίθεσης από τις ταξικές σχέσεις μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου προς τις πολιτικές σχέσεις μεταξύ του «λαού» και μιας κυρίαρχης δύναμης ή ενός μπλοκ εξουσίας που οργανώνεται από το κράτος. Αυτή η κρίσιμη αλλαγή απαιτεί μια σειρά από προπαρασκευαστικές κινήσεις. Τόσο το κράτος όσο και η κοινωνική τάξη πρέπει να επανατοποθετηθούν στον αγώνα για το σοσιαλισμό, και αυτό απαιτεί τον επαναπροσδιορισμό τόσο του κράτους όσο και της κοινωνικής τάξης. Αν είναι να καταστεί κυρίαρχη η αντίθεση ανάμεσα στο λαό, ή στη λαϊκή συμμαχία, και στο μπλοκ εξουσίας ως κράτος, δεν αρκεί απλώς να δειχθεί πώς το κράτος αντανακλά, διατηρεί, ή αναπαράγει την εκμεταλλευτική σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Πρέπει να δειχθεί πώς η πολιτική σύγκρουση ανάμεσα σε δύο πολιτικές οργανώσεις ―το μπλοκ εξουσίας που οργανώνεται από το κράτος και η λαϊκή συμμαχία που οργανώνει το λαό― μπορεί να εκτοπίσει αποτελεσματικά την ταξική σύγκρουση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.

Είδαμε πώς ο Πουλαντζάς, στο Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις, άρχισε να εκτοπίζει τις σχέσεις παραγωγής και εκμετάλλευσης από την κεντρική θέση τους στη θεωρία του κράτους εδραιώνοντας την «κυριαρχία του πολιτικού». Το άμεσο αποτέλεσμα είναι να μετατρέψει την ταξική πάλη σε ―ή μάλλον, να την αντικαταστήσει με― μια πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ του μπλοκ εξουσίας που οργανώνεται από το κράτος και της λαϊκής συμμαχίας. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η ταξική πάλη παραμένει μόνο ως ένα «δομικό» ελάττωμα, μια «αντίφαση», και όχι ως μια ενεργός πρακτική. Όπως επισημαίνει ο Πουλαντζάς, το κράτος, μαζί με τα αστικά πολιτικά κόμματα, παίζει τον ίδιο οργανωτικό και ενοποιητικό ρόλο για το μπλοκ εξουσίας, με αυτόν που παίζει το κόμμα της «εργατικής τάξης» για τη λαϊκή συμμαχία.[8] Βαθμιαία, οι κύριοι ανταγωνιστές δεν είναι πλέον οι κοινωνικές τάξεις που εμπλέκονται στην ταξική πάλη, ούτε καν οι κοινωνικές τάξεις που αγωνίζονται μέσω πολιτικών οργανώσεων, αλλά οι πολιτικές οργανώσεις που εμπλέκονται σε κομματικούς-πολιτικούς διαγωνισμούς. Η νέα θεωρία του για το κράτος στο σύγχρονο καπιταλισμό βαδίζει προς την θέσπιση ενός θεωρητικού υποβάθρου για την Ευρωκομμουνιστική στρατηγική, αλλά ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι η θεωρία των «λαϊκών συμμαχιών» αποτελεί έναν παρόμοιο μετασχηματισμό της έννοιας της κοινωνικής τάξης. Εάν η κοινωνική τάξη και η ταξική πάλη πρέπει να γίνουν συμβατές με μια στρατηγική που εκτοπίζει την αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας από τον κεντρικό της ρόλο, είναι απαραίτητο να επαναπροσδιορισθεί η ίδια η κοινωνική τάξη με τέτοιο τρόπο, ώστε οι σχέσεις εκμετάλλευσης να πάψουν να είναι «κυρίαρχες» για τον προσδιορισμό της κοινωνικής τάξης. Ο Πουλαντζάς επιτυγχάνει αυτή την ανασύνθεση, και εν παρόδω επιτυγχάνει εξ ορισμού την σμίκρυνση της εργατικής τάξης σε τέτοιες ασήμαντες αναλογίες, ώστε οποιαδήποτε στρατηγική δεν βασίζεται σε «λαϊκές συμμαχίες» να εμφανίζεται επικίνδυνα ανεύθυνη.

Το πιο σημαντικό στοιχείο στη θεωρία του Πουλαντζά για την κοινωνική τάξη είναι η συζήτησή του για τη «νέα μικροαστική τάξη». Το ζήτημα της μικροαστικής τάξης, όπως επισημαίνει ο Πουλαντζάς, βρίσκεται «στο επίκεντρο των σημερινών συζητήσεων» σχετικά με την ταξική δομή και είναι κρίσιμης στρατηγικής σημασίας.[9] Πολύ συζήτηση έχει γίνει όχι μόνο για την ταξική κατάσταση των «παραδοσιακών» μικροαστών εμπόρων, καταστηματαρχών, τεχνιτών, αλλά ιδιαίτερα για τη «νέα μεσαία τάξη» ή τα «ενδιάμεσα στρώματα», τους μισθωτούς και τους τραπεζικούς υπαλλήλους, τους εργαζομένους σε γραφεία και υπηρεσίες, ορισμένες επαγγελματικές ομάδες – δηλαδή «τα λευκά κολάρα» και τους εργαζομένους του «τριτογενούς τομέα». Αυτές οι δύο «μικροαστικές τάξεις» είναι τα κύρια συστατικά της λαϊκής συμμαχίας με την εργατική τάξη, εκείνες οι οποίες μαζί με την εργατική τάξη αποτελούν το «λαό» ή τις «λαϊκές μάζες». Η ορθή τοποθέτησή τους στην ταξική δομή του σύγχρονου καπιταλισμού υπήρξε μείζον μέλημα των Ευρωκομμουνιστών στρατηγικών αναλυτών και θεωρητικών. Ο Πουλαντζάς υπογραμμίζει τη στρατηγική σημασία της θεωρητικής συζήτησης, την ανάγκη να προσδιορισθεί με ακρίβεια η ταξική θέση αυτών των ομάδων «προκειμένου να καθοριστεί μια σωστή βάση για τη λαϊκή συμμαχία…».[10]

Ο Πουλαντζάς ξεκινάει εξαπολύοντας επίθεση σε δύο γενικές προσεγγίσεις αυτών των «νέων μισθωτών ομάδων», συναθροίζοντας μερικά πολύ διαφορετικά επιχειρήματα σε κάθε μία από αυτές τις δύο κατηγορίες. Η πρώτη προσέγγιση είναι αυτή που διαλύει τις ομάδες αυτές είτε στο προλεταριάτο είτε στην αστική τάξη, ή και στις δύο. Η δεύτερη γενική «τάση» είναι ό,τι ο Πουλαντζάς αποκαλεί «θεωρία της μεσαίας τάξης», μία θεωρία που έχει πολιτικά κίνητρα και σύμφωνα με την οποία τόσο η αστική τάξη όσο και το προλεταριάτο αναμειγνύονται στη «σούπα» μιας όλο και πιο κυρίαρχης μεσαίας ομάδας, «στην περιοχή όπου η ταξική πάλη διαλύεται.» Οι περισσότερες από αυτές τις θεωρίες έχουν ως στόχο να υποβαθμίσουν τις έννοιες της κοινωνικής τάξης και της ταξικής πάλης συνολικά. Από την άποψη της Μαρξιστικής θεωρίας και της σοσιαλιστικής στρατηγικής, υπάρχει μόνο μία θεωρία, μεταξύ των πολλών που περιλαμβάνονται σε αυτές τις δύο κατηγορίες, η οποία αποτελεί σοβαρή πρόκληση για τη θεωρία του Πουλαντζά: η θεωρία η οποία αφομοιώνει τις νέες μισθωτές ομάδες στην εργατική τάξη, υποστηρίζοντας ότι οι εργαζόμενοι του λευκού κολάρου «προλεταριοποιούνται» ολοένα και περισσότερο. Θα επανέλθουμε σε λίγο στους λόγους που ο Πουλαντζάς απορρίπτει την προσέγγιση αυτή.

Ο Πουλαντζάς, στη συνέχεια, στρέφεται προς τη λύση που προτείνει το ΚΚΓ, στην πολιτική στρατηγική της «αντι-μονοπωλιακής» συμμαχίας. Όπως και ο ίδιος ο Πουλαντζάς, η γραμμή του ΚΚΓ απορρίπτει «τη διάλυση των μισθωτών ομάδων μέσα στην εργατική τάξη»,[12] αλλά αρνείται την ταξική τους ιδιαιτερότητα συνολικά και τις αφήνει να παραμένουν σε μια αταξική γκρίζα ζώνη ως «ενδιάμεσα στρώματα». Ο Πουλαντζάς επιτίθεται σ’ αυτή την άρνηση να προσδιορισθεί η ταξική κατάσταση των νέων μισθωτών «στρωμάτων». Θεωρεί ότι πρόκειται για παραίτηση απέναντι στην αστική θεωρία της διαστρωμάτωσης και ότι δεν συνάδει με τη θεμελιώδη Μαρξιστική θέση ότι «η διαίρεση σε ταξικές μορφές [είναι] το πλαίσιο αναφοράς για κάθε κοινωνική διαστρωμάτωση». Η αρχή ότι οι τάξεις είναι οι βασικές ομάδες στην «ιστορική διαδικασία» είναι ασύμβατη με «το ενδεχόμενο να υπάρχουν και άλλες ομάδες παράλληλα και εξωτερικά προς τις κοινωνικές τάξεις».[13]

Θα πρέπει να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι η κριτική του Πουλαντζά στην γραμμή του ΚΚΓ για τις «νέες μισθωτές ομάδες» δεν ταράζει τα θεμέλιά της, είτε θεωρητικά είτε πρακτικά. Στην πραγματικότητα, η επιχειρηματολογία του δεν εξελίσσεται ως απόρριψη των αρχών του ΚΚΓ, αλλά, και πάλι, ως μία προσπάθεια να τους παράσχει μια πιο υγιή θεωρητική βάση, αν και ελαφρώς προς τα Αριστερά σε σχέση με την κεντρική κομματική γραμμή. Μια πραγματικά Μαρξιστική θεωρητικοποίηση των λαϊκών συμμαχιών πρέπει, όπως υποστηρίζει ο Πουλαντζάς, να βασίζεται σε έναν ορισμό της κοινωνικής τάξης ο οποίος θα αναγνωρίζει σ’ αυτά τα «στρώματα» τη δική τους ταξική θέση αντί να τ’ αφήνει να στέκονται εκτός κοινωνικής τάξης. Το σημαντικό σημείο, ωστόσο, είναι ότι αυτή η ταξική θέση δεν θα βρεθεί μέσα στην εργατική τάξη. Με άλλα λόγια, ο Πουλαντζάς αναζητά ένα πιο ξεκάθαρο Μαρξιστικό θεωρητικό στήριγμα για την Ευρωκομμουνιστική ιδέα της συμμαχίας ανάμεσα σε μία αυστηρά προσδιορισμένη εργατική τάξη και στις λαϊκές δυνάμεις που δεν ανήκουν στην εργατική τάξη.

Γιατί, λοιπόν, ο Πουλαντζάς, από κοινού με το ΚΚΓ, αρνείται να αποδεχθεί τη θεωρία που «διαλύει» τα «στρώματα» μέσα στην εργατική τάξη; Αυτή η θεωρία, την οποία ο Πουλαντζάς αποδίδει κατά κύριο λόγο στον Σ. Ράιτ Μιλλς, αναπτύχθηκε πρόσφατα με σαφή Μαρξιστικό τρόπο από τον Χάρυ Μπρέιβερμαν και άλλους. Ο Πουλαντζάς, ωστόσο, θεωρεί προφανώς ότι παρεκκλίνει από τον Μαρξισμό – για παράδειγμα, με την αιτιολογία ότι ανάγει το μισθό σε σχετικό κριτήριο της εργατικής τάξης, καθιστώντας έτσι τον τρόπο διανομής κεντρικό προσδιοριστικό παράγοντα της κοινωνικής τάξης.[14] (Είναι ίσως αξιοσημείωτο ότι ο Πουλαντζάς εστιάζει στο μισθό ως τρόπο διανομής και όχι ως τρόπο εκμετάλλευσης – όπως θα δούμε σε λίγο). Ισχυρίζεται ακόμη ότι αφομοιώνοντας τις εν λόγω ομάδες στην εργατική τάξη, η άποψη αυτή προάγει τις ρεφορμιστικές και σοσιαλδημοκρατικές τάσεις. Η ταύτιση των συμφερόντων των ενδιάμεσων στρωμάτων με αυτά της εργατικής τάξης συνεπάγεται τη στρέβλωση των συμφερόντων της εργατικής τάξης, συμβιβάζοντάς τα με πιο οπισθοδρομικά, λιγότερο επαναστατικά στοιχεία.[15] Μια πολιτική στρατηγική που βασίζεται στην ηγεμονία της εργατικής τάξης και στα επαναστατικά συμφέροντά της, ισχυρίζεται ο Πουλαντζάς, απαιτεί τον αποκλεισμό αυτών των οπισθοδρομικών στοιχείων από τους κόλπους της εργατικής τάξης.

Εκ πρώτης όψεως, επομένως, η άρνηση του Πουλαντζά να δεχθεί την προλεταριοποίηση των εργαζομένων του λευκού κολάρου φαίνεται να στρέφεται υπέρ του επαναστατικού προσανατολισμού και της ηγεμονίας της εργατικής τάξης η οποία είναι η μόνη «επαναστατική έως το τέλος».[16] Επικρίνει ακόμη και την ανάλυση του ΚΚΓ λόγω του ότι, παρά την την άρνησή του να αποδεχθεί αυτή διάλυση, ερωτοτροπεί με τον ίδιο κίνδυνο εφόσον αμελεί να αναγνωρίσει τα ειδικά ταξικά συμφέροντα των νέων μισθωτών στρωμάτων και ως εκ τούτου τις αποκλίσεις τους από τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Είναι αλήθεια ότι ο ίδιος αδυνατεί να εξηγήσει πώς αυτοί οι κίνδυνοι θα αποφευχθούν από το κόμμα της «εργατικής τάξης», σκοπός του οποίου είναι ακριβώς να αμβλύνει τον ταξικό χαρακτήρα του εκπροσωπώντας ευθέως άλλα ταξικά συμφέροντα, αλλά ας αφήσουμε κατά μέρος αυτό το ζήτημα προς το παρόν. Ας συνεχίσουμε με τις συνέπειες της δικής του θεωρίας για τη «νέα μικροαστική τάξη» για να δούμε αν πράγματι αποτελεί μια απόπειρα να διατηρήσει τις εκμεταλλευτικές ταξικές σχέσεις, την ταξική πάλη, και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης στο επίκεντρο της Μαρξιστικής ταξικής ανάλυσης και της σοσιαλιστικής πρακτικής.

Για τον Πουλαντζά, το κύριο δομικό κριτήριο για τη διάκριση ανάμεσα στην εργατική τάξη και τη νέα μικροαστική τάξη, μοιάζει εν πρώτοις να είναι η διάκριση ανάμεσα στην παραγωγική και τη μη παραγωγική εργασία. Ο «μη παραγωγικός» χαρακτήρας της υπαλληλικής [white-collar] εργασίας διαχωρίζει αυτές τις ομάδες από την «παραγωγική» εργατική τάξη. Ο Πουλαντζάς συνεχίζει με βάση την υπόθεση ότι ο ίδιος ο Μαρξ εφάρμοσε αυτό το κριτήριο και σκιαγράφησε τα «ουσιώδη όρια» της εργατικής τάξης, περιορίζοντάς την τελευταία στην παραγωγική εργασία. Εν τούτοις μπορεί να αποδειχθεί με πειστικό τρόπο ότι ουδέποτε ο Μαρξ χρησιμοποίησε την εν λόγω διάκριση κατ’ αυτόν τον τρόπο.[17] Σε κάθε περίπτωση, ο Μαρξ ποτέ δεν είπε ότι είχε την πρόθεση να την χρησιμοποιήσει έτσι, και ο Πουλαντζάς ουδέποτε αποδεικνύει ότι αυτό εννοούσε o Μαρξ. Παραθέτει τον Μαρξ που λέει, «Κάθε παραγωγικός εργαζόμενος είναι μισθωτός, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε μισθωτός είναι παραγωγικός εργαζόμενος».[18] Ο Πουλαντζάς θεωρεί ότι αυτό σημαίνει κάτι μάλλον διαφορετικό: «όπως λέει ο Μαρξ», λέει, βάζοντας λόγια στο στόμα του Μαρξ, «αν κάθε άτομο που ανήκει στην εργατική τάξη είναι μισθωτός, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι κάθε μισθωτός ανήκει στην εργατική τάξη». Οι δύο προτάσεις, βεβαίως, δεν είναι καθόλου το ίδιο, ούτε ο Πουλαντζάς επιχειρηματολογεί ότι η μία συνεπάγεται την άλλη. Απλά το υποθέτει – δηλαδή, υποθέτει ακριβώς αυτό που χρειάζεται να αποδειχθεί, ότι «το υποκείμενο που ανήκει στην εργατική τάξη» είναι συνώνυμο του «παραγωγικού εργάτη». Έτσι μπορεί στη συνέχεια να αποδείξει ότι διάφορες ομάδες δεν ανήκουν στην εργατική τάξη αποδεικνύοντας απλά ότι δεν είναι, σύμφωνα με τον ορισμό του Μαρξ (τουλάχιστον όπως ο ίδιος ερμηνεύει τον ορισμό αυτό), παραγωγικοί εργάτες.

Το γιατί αυτή η διάκριση ―όσο σημαντική κι αν είναι για άλλους λόγους― θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως βάση μιας ταξικής διαίρεσης, δεν γίνεται ποτέ σαφές. Δεν είναι σαφές γιατί η διάκριση αυτή θα πρέπει να αναιρεί το γεγονός ότι, όπως η εργατική τάξη του «γαλάζιου κολάρου», αυτές οι ομάδες είναι πλήρως διαχωρισμένες από τα μέσα παραγωγής· ότι γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης (το οποίο ο Πουλαντζάς παραδέχεται), ότι επιτελούν υπερεργασία της οποίας η φύση καθορίζεται από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής – τη μισθωτή σχέση στην οποία οι απαλλοτριωμένοι εργάτες είναι αναγκασμένοι να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη· ή ακόμη ότι οι ίδιοι καταναγκασμοί της συσσώρευσης του κεφαλαίου που λειτουργούν στην οργάνωση της εργασίας της εργατικής τάξης ―«ο εξορθολογισμός» της, ο κατακερματισμός της, η πειθαρχία της, κ.λπ.― λειτουργούν και σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Πράγματι, οι ίδιες προϋποθέσεις ―η αναγκαστική πώληση της εργατικής δύναμης και η οργάνωση της εργασίας που προκύπτει από την εκμεταλλευτική λογική της συσσώρευσης του κεφαλαίου― ισχύουν ακόμη και για τους εργαζόμενους που δεν είναι άμεσα εκμεταλλεύσιμοι από το κεφάλαιο, αλλά που απασχολούνται, για παράδειγμα, από το κράτος ή από «μη κερδοσκοπικά» ιδρύματα. Όποιες και αν οι πολυπλοκότητες της κοινωνικής τάξης στον σύγχρονο καπιταλισμό ―και είναι πολλές, όσο αναδύονται νέοι σχηματισμοί και οι παλαιοί αλλάζουν― είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι εκμεταλλευτικές κοινωνικές σχέσεις της παραγωγής θα πρέπει πλέον να θεωρούνται δευτερεύουσες όσον αφορά τον προσδιορισμό της κοινωνικής τάξης. Η χρήση εκ μέρους του Πουλαντζά της διάκρισης ανάμεσα στην παραγωγική και μη παραγωγική εργασία για να διαχωρίσει τους εργαζομένους του λευκού κολάρου από την εργατική τάξη φαίνεται να είναι εν πολλοίς αυθαίρετη και κυκλική, χωρίς απτά αποτελέσματα στον τρόπο που κατανοούμε το πώς συγκροτούνται πραγματικά οι κοινωνικές τάξεις και τα ταξικά συμφέροντα στον πραγματικό κόσμο.

Όντως, αποδεικνύεται σύντομα ότι αυτός ο «ειδικά οικονομικός» προσδιορισμός δεν είναι επαρκής ―ή ακόμη και αναγκαίος― για να ορίσουμε τη νέα μικροαστική τάξη. Δεν μπορεί να ισχύει για όλες τις ομάδες τις οποίες ο Πουλαντζάς θέλει να συμπεριλάβει σε αυτή την κοινωνική τάξη. Όχι μόνο, υποστηρίζει ο Πουλαντζάς, δεν μπορεί να ισχύει για ορισμένες ομάδες που εμπλέκονται στην διαδικασία της υλικής παραγωγής (π.χ., για μηχανικούς, τεχνικούς, και εποπτικό προσωπικό), αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει την πρωταρχική ενότητα που δένει αυτά τα ετερογενή στοιχεία σε μια ενιαία τάξη που διαχωρίζεται από την εργατική τάξη. Τώρα, οι πολιτικοί και ιδεολογικοί παράγοντες πρέπει να θεωρηθούν ως οι έχοντες αποφασιστική σημασία. Αυτοί οι παράγοντες είναι αποφασιστικής σημασίας ακόμη και για εκείνες τις ομάδες που έχουν ήδη περιγραφεί από την διάκριση παραγωγικής/μη παραγωγικής εργασίας,[19] και σε ορισμένες περιπτώσεις υπερισχύουν ακόμα και αυτής της διάκρισης. Σε τελευταία ανάλυση, μόλις αυτές οι ομάδες διαχωριστούν από την αστική τάξη λόγω του γεγονότος ότι γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης, ο αποφασιστικός ενοποιητικός παράγοντας που τις διαχωρίζει από την εργατική τάξη είναι ιδεολογικός– ιδίως η διάκριση μεταξύ διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας. Αυτή η διάκριση δεν μπορεί να οριστεί με «τεχνικίστικους» ή «εμπειριστικούς» όρους, υποστηρίζει ο Πουλαντζάς – διακρίνοντας εμπειρικά, για παράδειγμα, τις δουλειές σε «βρώμικες» και «καθαρές», ή εκείνους που εργάζονται με τα χέρια τους και εκείνους που εργάζονται με το μυαλό τους, ή εκείνους που είναι σε άμεση επαφή με τα μηχανήματα και εκείνους που δεν είναι. Πρόκειται ουσιαστικά για μία «πολιτικο-ιδεολογική» διαίρεση. Μολονότι αυτή η διαίρεση δεν μπορεί να είναι εντελώς ξεκάθαρη και περιλαμβάνει πολυπλοκότητες που δημιουργούν τάσεις [fractions] μέσα στην ίδια τη νέα μικροαστική τάξη, είναι, σύμφωνα με τον Πουλαντζά, ο καθοριστικός παράγοντας που διακρίνει αυτές τις ομάδες από την εργατική τάξη και ταυτόχρονα υπερισχύει των ποικιλώνυμων διαφορών εντός της κοινωνικής τάξης, συμπεριλαμβανομένου του διαχωρισμού μεταξύ παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας, με τον οποίο δεν συμπίπτει. Με άλλα λόγια, αυτή η ιδεολογική διαίρεση είναι ο αποφασιστικός παράγοντας για τη συγκρότηση της νέας μικροαστικής τάξης ως τάξη.

Δεν είναι καθόλου σαφές σε ποια πραγματικότητα αντιστοιχεί η ιδεολογική διαίρεση του Πουλαντζά, ή γιατί πρέπει να υπερισχύει των δομικών ομοιοτήτων μεταξύ των εργαζομένων. Αυτό που ισχύει είναι ότι η οργάνωση της παραγωγής στον βιομηχανικό καπιταλισμό δημιουργεί διάφορες διαιρέσεις μεταξύ των εργαζομένων μέσα στην εργασιακή διαδικασία οι οποίες καθορίζονται όχι από τις τεχνικές απαιτήσεις της ίδιας της διαδικασίας της εργασίας αλλά από τον καπιταλιστικό χαρακτήρα της. Αυτές οι διαιρέσεις συχνά αποτελούν εμπόδια για τη δημιουργία μιας ενοποιημένης κοινωνικής τάξης – ακόμα και στην περίπτωση των εργαζομένων που ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη λόγω της σχέσης τους με το κεφάλαιο και την εκμετάλλευση. Αλλά δεν είναι σαφές γιατί οι διαιρέσεις που επικαλείται ο Πουλαντζάς πρέπει να είναι πιο αποφασιστικές από οποιεσδήποτε άλλες που διαχωρίζουν τους εργαζομένους στη διαδικασία της εργασίας ή τους διασπούν στη διαδικασία της ταξικής οργάνωσης. Δεν είναι σαφές για ποιο λόγο τέτοιοι διαχωρισμοί δεν πρέπει να εκλαμβάνονται απλά ως εμπόδια για την ένωση ή τροχοπέδη στη δύσκολη διαδικασία της ταξικής οργάνωσης ―μια διαδικασία γεμάτη εμπόδια ακόμη και για τους εργαζομένους του γαλάζιου κολάρου― αλλά αντίθετα ως οριστικοί ταξικοί φραγμοί που διαχωρίζουν τα μέλη από τα μη μέλη της εργατικής τάξης.[20] Στην πραγματικότητα, η θεωρία του Πουλαντζά φαίνεται απολύτως ανίκανη να δεχθεί οποιαδήποτε διαδικασία στην ανάπτυξη των τάξεων. Φαίνεται να υπάρχει μόνο μια σειρά στατικών, ορισμένες φορές αλληλεπικαλυπτόμενων, ταξικών καταστάσεων (τοποθεσίες; κουτιά;). Αυτή είναι μια άποψη η οποία καθαυτή φαίνεται να έχει σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις.

Αν το ιδεολογικό χάσμα ανάμεσα στους διανοητικούς και τους χειρωνακτικούς εργαζομένους μέσα στις εκμεταλλευόμενες μισθωτές ομάδες δεν αντιστοιχεί σε κανένα αντικειμενικό εμπόδιο το οποίο καθορίζεται άμεσα από τις σχέσεις παραγωγής μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, τότε δεν αντιστοιχεί ούτε σε ένα πραγματικό και ανυπέρβλητο χάσμα συμφερόντων μεταξύ αυτών των εργαζομένων. Τα ταξικά συμφέροντα και των δύο ομάδων καθορίζονται από το γεγονός ότι γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης άμεσα, μέσω της πώλησης της εργατικής τους δύναμης· αυτά τα συμφέροντα έχουν να κάνουν σε πρώτη φάση με τους όρους και τις προϋποθέσεις αυτής της πώλησης, και σε τελευταία με την εξάλειψη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής συνολικά, τόσο της «τυπικής» όσο και της «πραγματικής» υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο. Οι διαφορετικές λειτουργίες αυτών των εργαζομένων στη διαδικασία της εργασίας ενδέχεται να δημιουργήσουν διαιρέσεις μεταξύ τους, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν ως βάση τις μεταξύ τους διαφορές ως προς τις ευθύνες, την εκπαίδευση, το εισόδημα, και ούτω καθεξής·[21] αλλά οι διαφορές αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ταξικές διακρίσεις από οποιοδήποτε υπόδειγμα που έχει να κάνει με τις σχέσεις παραγωγής και εκμετάλλευσης. Οι ιδεολογικές διαφορές μεταξύ τους συγκροτούνται λιγότερο από τη σκοπιά των δικών τους ταξικών συμφερόντων απ’ ό, τι από τη σκοπιά του κεφαλαίου, το οποίο έχει συμφέρον να τους κρατάει απομονωμένους μεταξύ τους. Η επιβολή της καπιταλιστικής ιδεολογίας σίγουρα μπορεί να λειτουργεί με τέτοιο τρόπο ώστε να αποθαρρύνει την ενότητα μέσα στην εργατική τάξη και να παρεμποδίζει τις διαδικασίες της ταξικής οργάνωσης, αλλά δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτή ως το απόλυτο ταξικό όριο μεταξύ των διαφόρων ειδών εργαζομένων.

Ο Πουλαντζάς επομένως εισηγήθηκε μία ταξική ανάλυση στην οποία οι σχέσεις εκμετάλλευσης δεν είναι πλέον καθοριστικές. Αυτό συνάδει με τις θεμελιώδεις αρχές της θεωρίας του. Οι σχέσεις παραγωγής και εκμετάλλευσης, σύμφωνα με τον ίδιο, ανήκουν στην «οικονομική» σφαίρα η οποία, όπως είδαμε, αν και «καθορίζει σε τελευταία ανάλυση» δεν μπορεί να είναι κυρίαρχη σε οποιοδήποτε τρόπο παραγωγής ή κοινωνικό σχηματισμό. Αυτή η έννοια έχει μεταφερθεί στην ανάλυση της κοινωνικής τάξης. Γίνεται πλέον σαφές ότι υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες οι πολιτικοί ή οι ιδεολογικοί παράγοντες «βασιλεύουν απόλυτα» στο προσδιορισμό της κοινωνικής τάξης.[22] Ο Πουλαντζάς λέει κάτι περισσότερο απ’ το ότι η συγκρότηση των τάξεων είναι πάντοτε μια πολιτική, ιδεολογική, πολιτιστική και οικονομική διαδικασία, ή ότι οι σχέσεις μεταξύ των τάξεων δεν είναι μόνο οικονομικές αλλά και πολιτικές και ιδεολογικές. Ούτε πάλι, καταδεικνύει απλώς τον ιδιαίτερο ρόλο του «πολιτικού», όπου οι σχέσεις παραγωγής οργανώνονται οι ίδιες «πολιτικά». Υποστηρίζει ότι οι ιδεολογικές και πολιτικές σχέσεις μπορούν στην πραγματικότητα να προηγούνται των σχέσεων εκμετάλλευσης στην «αντικειμενική» συγκρότηση των κοινωνικών τάξεων, και ότι οι πολιτικές ή ιδεολογικές διαιρέσεις μπορούν να αποτελούν ουσιώδεις ταξικούς φραγμούς. Και πάλι οι σχέσεις εκμετάλλευσης εκτοπίζονται.[23]

Ποιες είναι, λοιπόν, οι πρακτικές συνέπειες των απόψεων του Πουλαντζά για την κοινωνική τάξη; Γιατί είναι τόσο σημαντικό το εάν οι εργαζόμενοι του λευκού κολάρου συμπεριλαμβάνονται από θεωρητική άποψη στην εργατική τάξη ή όχι; Ο ίδιος ο Πουλαντζάς, όπως είδαμε, ισχυρίζεται ότι είναι στρατηγικά σημαντικό να διαχωριστούν από τη «νέα μικροαστική τάξη», προκειμένου να προστατευθεί η ακεραιότητα και η επαναστατική ηγεμονία της εργατικής τάξης. Υπάρχει, όμως, και μία άλλη οπτική γωνία. Είδαμε ότι για τον Πουλαντζά οι σχέσεις παραγωγής δεν είναι αποφασιστικές για τον προσδιορισμό της ταξικής κατάστασης των εργαζομένων του λευκού κολάρου. Η «νέα μικροαστική τάξη» διακρίνεται ως κοινωνική τάξη βάσει των ιδεολογικών διαχωρισμών που ορίζονται από τη σκοπιά του κεφαλαίου. Με άλλα λόγια, [οι νέοι μικροαστοί] αποτελούν κοινωνική τάξη εφόσον έχουν απορροφηθεί από την ηγεμονική ιδεολογία του καπιταλισμού· και αυτή η απορρόφηση φαίνεται να είναι οριστική: η νέα μικροαστική τάξη μπορεί να εξαναγκασθεί να υιοθετήσει ορισμένες θέσεις της εργατικής τάξης – δηλαδή, η πολιτική στάση της μπορεί να «πολωθεί προς» το προλεταριάτο· αλλά δεν μπορεί να γίνει μέρος της εργατικής τάξης. Αυτές οι προτάσεις είναι πολύ διαφορετικές από την παρατήρηση ότι οι κλίσεις των εργαζομένων του λευκού κολάρου να δεχθούν την καπιταλιστική ιδεολογία ενδέχεται να είναι ισχυρότερες από εκείνες των εργαζομένων του γαλάζιου κολάρου· ότι αυτές οι κλίσεις αποτελούν πρόβλημα για την οργάνωση της εργατικής τάξης, για την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης, και για την οικοδόμηση της ταξικής ενότητας· και ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από κάθε σοσιαλιστική στρατηγική. Για τον Πουλαντζά, φαίνεται ότι οι κλίσεις αυτές αποτελούν ένα καθοριστικό ταξικό όριο· και αυτό έχει σημαντικές στρατηγικές επιπτώσεις.

Παρά την κριτική του Πουλαντζά στη θεωρία και τη στρατηγική του ΚΚΓ, η θεωρία του για την κοινωνική τάξη ανήκει στην «προσπάθεια των θεωρητικών του Ευρωκομμουνισμού να υποβιβάσουν τη βαρύτητα του Δυτικού προλεταριάτου σε μειονότητα μέσα στην κοινωνία..».[24] Με μια μονοκονδυλιά το προλεταριάτο υποβαθμίζεται από μια άνετη πλειοψηφία στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες σε μία κουτσουρεμένη ομάδα η οποία πρέπει αναπόφευκτα να τοποθετήσει τις ταξικές συμμαχίες στην κορυφή της ατζέντας της. Ο ίδιος ο ορισμός του Πουλαντζά για την κοινωνική τάξη γενικά και τη «νέα μικροαστική τάξη» ειδικότερα, μετατοπίζει το επίκεντρο της σοσιαλιστικής στρατηγικής από τη δημιουργία μία ενωμένης εργατικής τάξης στην κατασκευή «λαϊκών συμμαχιών» με βάση τις ταξικές διαφορές, ακόμη και με βάση τις διαιρέσεις που επιβάλλει το κεφάλαιο. Οποιαδήποτε προσφυγή στη «νέα μικροαστική τάξη», για παράδειγμα, δεν πρέπει να προσανατολίζεται στα συμφέροντα της εργατικής τάξης αλλά στα ιδιαίτερα συμφέροντα της ως μικροαστική τάξη.

Οι στρατηγικές επιπτώσεις είναι ακόμη πιο προφανείς όταν αυτή η άποψη περί συμμαχιών ενσωματωθεί σε μία συγκεκριμένη αντίληψη για τα κόμματα της «εργατικής τάξης» ως οργανώσεις οι οποίες δεν αποτελούν απλώς συμμαχίες με άλλες ομάδες και κόμματα, αλλά εκπροσωπούν ευθέως άλλα ταξικά συμφέροντα. Ο Πουλαντζάς επιμένει ότι «η πόλωση της μικροαστικής τάξης απέναντι στις προλεταριακές ταξικές θέσεις εξαρτάται από την εκπροσώπηση της μικροαστικής τάξης από τις ίδιες τις οργανώσεις ταξικής πάλης της εργατικής τάξης… Αυτό σημαίνει, πρώτον, ότι η λαϊκή ενότητα κάτω από την ηγεμονία της εργατικής τάξης δεν μπορεί παρά να βασίζεται στην ταξική διαφορά ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και στις τάσεις [fractions] που αποτελούν μέρος της συμμαχίας…».[25] Αυτή η αντίληψη αποδεικνύεται δίκοπο μαχαίρι. Από τη μία πλευρά, δείχνει ότι οι λαϊκές δυνάμεις πρέπει οι ίδιες να μετασχηματιστούν κατά τη διαδικασία της πάλης. Αυτός είναι ο λόγος, υποστηρίζει ο Πουλαντζάς, που η συμμαχία θα πρέπει να συσταθεί «όχι υπό τη μορφή παραχωρήσεων ―με την αυστηρή έννοια του όρου― της εργατικής τάξης στους συμμάχους της λαμβανομένων ως έχουν, αλλά αντίθετα με τον καθορισμό στόχων που μπορεί να μετασχηματίσουν αυτούς τους συμμάχους κατά την πορεία της αδιάλειπτης πάλης και των σταδίων της, λαμβάνοντας υπόψη τον ειδικό ταξικό προσδιορισμό τους και την ειδική πόλωση που τους επηρεάζει.»[26] Από την άλλη πλευρά, η ίδια η ιδέα ότι οι συμμαχίες δεν πρέπει να βασίζονται απλώς σε «παραχωρήσεις» σε συμμάχους «λαμβανομένων ως έχουν», συνεπάγεται επίσης ότι οι εργατικές οργανώσεις πρέπει να παύσουν να είναι οργανώσεις της εργατικής τάξης. Φαίνεται τώρα ότι δεν είναι μόνο η ακεραιότητα των συμφερόντων της εργατικής τάξης που οφείλουν να προστατεύουν αυτές οι οργανώσεις, αλλά επίσης και αυτών της μικροαστικής τάξης. Ο Πουλαντζάς φαίνεται τώρα να επικρίνει το ΚΚΓ επειδή θεώρησε υπερβολικά δεδομένες τις «λαϊκές μάζες» αντί να αναγνωρίσει την ιδιαιτερότητα των ποικιλόμορφων ταξικών συμφερόντων τους. Ένα κόμμα της «εργατικής τάξης» δεν μπορεί να κάνει απλώς «παραχωρήσεις» σε στοιχεία που βρίσκονται έξω από το ίδιο, από μια πλεονεκτική θέση η οποία προσδιορίζεται σταθερά από τα συμφέροντα της εργατικής τάξης· πρέπει στην πραγματικότητα να εκπροσωπεί άλλα ταξικά συμφέροντα – και αυτό σημαίνει τον καθορισμό στόχων που απευθύνονται σ’ αυτά τα άλλα ταξικά συμφέροντα. Αυτό εγείρει αναπόφευκτα το ερώτημα του βαθμού στον οποίο οι απώτεροι στόχοι του ίδιου του σοσιαλισμού θα πρέπει να προσαρμοστούν στα μέτρα των πολλαπλών ταξικών συμμαχιών.

IV
Το έδαφος για την θεωρητικοποίηση του Ευρωκομμουνισμού ήταν, συνεπώς, ήδη πλήρως διαμορφωμένο στο Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό· αλλά οι λογικές και στρατηγικές επιπτώσεις του δεν είχαν διαλευκανθεί πλήρως μέχρι που ο Πουλαντζάς έγραψε τα δύο τελευταία σημαντικά έργα του: Η Κρίση των Δικτατοριών (1975-76) ―το οποίο ενδεχομένως σηματοδοτήσει το κρίσιμο σημείο καμπής προς τα Δεξιά― και Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός, που δημοσιεύθηκε το 1978. Η συγγραφή του πρώτου από αυτά τα βιβλία συμπίπτει με την επίσημη εμφάνιση του Ευρωκομμουνισμού και μπορεί να σχετίζεται με την ανάμιξή του Πουλαντζά με το ΚΚΕ Εσωτερικού. Στο τελευταίο βιβλίο του ―γραμμένο πριν από την ήττα της Ένωσης της Αριστεράς [Union de la Gauche], αλλά μετά την άνοδο της Νέας Φιλοσοφίας [Nouvelle Philosophie] και άλλων σχετικών αντι-Μαρξιστικών ρευμάτων στη Γαλλία― ο Πουλαντζάς αισθάνθηκε υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις εναντίον του σύγχρονου Μαρξισμού, συναντώντας ταυτόχρονα ορισμένες από τις νέες διανοητικές τάσεις ―κυρίως τον Φουκώ― τουλάχιστον εν μέρει. Η κρίσιμη εξέλιξη σε αυτά τα δύο βιβλία είναι μία αντίληψη για το κράτος και για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό η οποία προσυπογράφει το Ευρωκομμουνιστικό όραμα αυτής της μετάβασης ως μία ομαλή διαδικασία «εκδημοκρατισμού». ΣτηνΚρίση των Δικτατοριών ―για παράδειγμα στην ανάλυσή του για την Πορτογαλική Επανάσταση― αποκαλύπτει σε ποιο βαθμό η σκέψη του έχει αναπτυχθεί προς αυτή την κατεύθυνση, απορρίπτοντας κάθε επίθεση ενάντια στην ακεραιότητα του κράτους, οποιαδήποτε «διάλυση, διάσπαση ή αποσάρθρωση» του κρατικού μηχανισμού [apparatus] ως απειλή για τον «εκδημοκρατισμό».

Σ’ αυτό το σημείο, ο Πουλαντζάς αρχίζει να συγκλίνει σημαντικά με την σοσιαλδημοκρατική θεωρία του κράτους – με την επίθεση εναντίον της οποίας είχε ξεκινήσει την καριέρα του. Εξακολουθεί να ασκεί κριτική στη σοσιαλδημοκρατία, αυτή τη φορά όμως ως ένα είδος «κρατισμού». Για πρώτη φορά, επίσης, επιτίθεται ρητά στον Σταλινισμό. Όπως και οι σοσιαλδημοκράτες, επιμένει ότι το κράτος είναι ανοιχτό στη διείσδυση των λαϊκών δυνάμεων και ότι δεν υπάρχει ανάγκη για στρατηγικές ―όπως αυτές που συνεπάγεται η έννοια της «δυαδικής εξουσίας»― οι οποίες βασίζονται στην υπόθεση ότι το κράτος είναι ένα «μονολιθικό μπλοκ, χωρίς ρωγμές οποιουδήποτε είδους.»[27] Πράγματι, τέτοιες στρατηγικές είναι ολέθριες, οδηγούν στον «κρατισμό» και σε άλλες παρόμοιες αυταρχικές παραμορφώσεις. Το κράτος δεν χρειάζεται να δεχθεί επίθεση και να καταστραφεί απ’ έξω. Δεδομένου ότι «διατρέχεται» από εσωτερικές αντιφάσεις ―τις αντιφάσεις που είναι εγγενείς σε ενδο- και δια-ταξικές συγκρούσεις― το ίδιο το κράτος μπορεί να είναι το κύριο πεδίο της πάλης, καθώς οι λαϊκοί αγώνες έρχονται να ασκηθούν επί των εσωτερικών αντιφάσεων του κράτους. Υπάρχουν πολλά εδώ που θυμίζουν την ανεστραμμένη εργαλειακότητα που είχε προηγουμένως απορρίψει ο Πουλαντζάς, τη σοσιαλδημοκρατική ιδέα ότι το κράτος, ή τμήματα αυτού, μπορούν να περάσουν, σαν ένα «αντικείμενο περιζήτητο για τις διάφορες τάξεις», από τα χέρια της κυρίαρχης τάξης σ’ εκείνες που βρίσκονται υπό την κυριαρχία της, πραγματώνοντας έτσι την μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Όπως η σοσιαλδημοκρατική στρατηγική, έτσι κι αυτή φαίνεται εξίσου σίγουρη ότι το κράτος μπορεί να ηγηθεί της μετάβασης στο σοσιαλισμό χωρίς να συναντήσει στην πορεία ανυπέρβλητους ταξικούς φραγμούς. Πρέπει να υπάρξει μια «καθοριστική μετατόπιση στο συσχετισμό των δυνάμεων» στο εσωτερικό του κράτους – όχι απλώς στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς μέσω της εκλογικής νίκης, αλλά στα διοικητικά και κατασταλτικά όργανα του κράτους, τη δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη, την αστυνομία και το στρατό. Η πλήρης αοριστία αυτών των διατυπώσεων, σε συνδυασμό με την παραίνεση ότι η ενότητα του κράτους θα πρέπει να διατηρηθεί, κάνει κάποιον να αναρωτηθεί πόσο σημαντικές είναι στην πραγματικότητα οι αποκλίσεις αυτές από τη σοσιαλδημοκρατία· αλλά ακόμα και αν δεχτούμε ότι υπάρχει σημαντική διαφορά, αυτό το σχεδίασμα είναι αναμφισβήτητα ακόμη πιο αισιόδοξο από το σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα σχετικά με τις δυνατότητες μετατροπής του καπιταλιστικού κράτους σε φορέα του σοσιαλισμού με ελάχιστο βαθμό ταξικής πάλης.

Εάν υπήρχε κάποιο πολιτικό ρεύμα με το οποίο η θεωρία του Πουλαντζά ήταν πλέον πιο οικεία, αυτό ήταν το κυρίαρχο ρεύμα του Ευρωκομμουνισμού. Τουλάχιστον, ο Πουλαντζάς πλέον συμμερίζεται ρητώς τις πιο θεμελιώδεις παραδοχές του, όσον αφορά τις «λαϊκές συμμαχίες» και τη μετάβαση στο σοσιαλισμό μέσω της «επέκτασης» της κοινοβουλευτικής καπιταλιστικής δημοκρατίας. Παραδόξως, αν η προσέγγιση του Πουλαντζά ―και αυτή του Ευρωκομμουνισμού εν γένει― θέτει περιττά εμπόδια στον δρόμο της πάλης για το σοσιαλισμό δημιουργώντας τεχνητούς ταξικούς φραγμούς μέσα στην εργατική τάξη, η ίδια προσέγγιση έχει την τάση να υποβαθμίζει τις πραγματικές δυσκολίες της πάλης υποτιμώντας τους φραγμούς μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Η ανάλυση του Πουλαντζά, για παράδειγμα, δημιουργεί ένα κλιμακωτό ταξικό συνεχές το οποίο θολώνει τις αιχμηρές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην εργατική τάξη και στα σαφώς μη εργατικά στοιχεία της «λαϊκής συμμαχίας»· αλλά ακόμη πιο ουσιαστικά, η ενσωμάτωση ενός ευρέως φάσματος ταξικών συμφερόντων στο εσωτερικό της λαϊκής συμμαχίας, σε συνδυασμό με τον υποβιβασμό των εκμεταλλευτικών σχέσεων σε μια δευτερεύουσα θέση, τείνει να μειώσει το χάσμα ανάμεσα στις καπιταλιστικές και τις σοσιαλιστικές δυνάμεις. Αυτό μπορεί να μας βοηθήσει να εξηγήσουμε την Ευρωκομμουνιστική τάση «να υποβαθμίζει τα προβλήματα [της] μετάβασης» και να υποτιμά την αναγκαιότητα της άμεσης ταξικής συσπείρωσης και πάλης.[28] Η όλη προσέγγιση αποτελεί ένα κράμα απαισιοδοξίας που βασίζεται στην υπόθεση ότι η πραγματική (εν δυνάμει επαναστατική) εργατική τάξη αποτελεί μειονότητα, και αισιοδοξίας που βασίζεται στην υπόθεση ότι η εκλογική μάζα υπέρ ενός (τροποποιημένου) σοσιαλιστικού προγράμματος αποτελεί την συντριπτική πλειοψηφία. Και οι δύο παραδοχές έχουν σημαντικές πρακτικές συνέπειες οι οποίες, από κοινού, οριοθετούν το σοσιαλιστικό πρόταγμα: η αισιοδοξία περιορίζει τα μέσα, η απαισιοδοξία περιορίζει τους στόχους.

Στη θεωρία του για το κράτος, όπου εδραιώνει την κυριαρχία της πολιτικής· στη θεωρία του για την κοινωνική τάξη, όπου εκτοπίζει την εκμετάλλευση και αναδεικνύει την ιδεολογία ως κύριο καθοριστικό παράγοντα (υποβαθμίζοντας έτσι την εργατική τάξη σε μία ουρά, η οποία διαλύεται μέσα σε μία «λαϊκή συμμαχία»και στην εκ μέρους του αυξανόμενη αποδοχή της «δημοκρατίας» ως μία έννοια η οποία συνενώνει την καπιταλιστική και σοσιαλιστική «δημοκρατία» σ’ ένα ομοιογενές συνεχές, αποκρύπτοντας τις αντιθέσεις, τους ανταγωνισμούς, και τις ταξικές συγκρούσεις που ορθώνονται ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, ο Πουλαντζάς προέβλεψε όλες τις μεγάλες θεματικές του νέου «πραγματικού» σοσιαλισμού. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ δεν ακολουθεί αυτές τις θεματικές μέχρι τις απώτερες απολήξεις τους· και ίσως θα ήταν πιο ακριβές να τον θεωρήσουμε όχι τόσο ως τον πρώτο σημαντικό εκφραστή του ΝΠΣ, αλλά ως τον τελευταίο σημαντικό πρόγονό του.

Σημειώσεις

[1] Βλ. Robin Blackburn επιμ., Ideology in Social Science, London 1972, κεφάλαιο έντεκα.
[2] Nicos Poulantzas, Political Power and Social Classes, London 1973, σ. 288.
[3] Ό.π., σ. 271.
[4] Ό.π.,σσ. 273, 288.
[5] Ό.π., σ. 55.
[6] Classes in Contemporary Capitalism, London 1975, σ. 101.
[7] Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Πουλαντζάς βρίσκει την ανάλυση του Μπαλιμπάρ υπερβολικά «οικονομίστικη». Classes in Contemporary Capitalism, σ. 13, σημ. 1.
[8] Ό.π., σ. 98.
[9] Ό.π., σ. 193.
[10] Ό.π., σ. 204.
[11] Ό.π, σσ. 196-7.
[12] Ό.π., σ. 198.
[13] Ό.π., σ. 199.
[14] ‘Ο.π, σ. 194.
[15] Ό.π, σ. 204.
[16] Ό.π., σ. 204.
[17] Ό.π., Βλ. Peter Meiksins, ‘Productive and Unproductive Labor and Marx’s Theory of Class’, Review of Radical Political Economics, τ. 13. ν. 3, Φθινόπωρο 1981, σσ. 32-42.
[18] Classes in Contemporary Capitalism, σ. 210.
[19] Ibid., σ. 224.
[20] Για μια συζήτηση αυτής της διάκρισης μεταξύ ταξικών διαιρέσεων και εμποδίων στην οργάνωση της εργατικής τάξης, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση των μηχανικών, βλ. Peter Meiksins, ‘Scientific Management: A Dissenting View’, Theory and Society τομ. 13, 1984, σσ. 177-209.
[21] Ορισμένοι από αυτούς τους παράγοντες ―π.χ., η εκπαίδευση― ενδέχεται να είναι ακόμη και αμιγώς «συγκυριακοί», ποικίλοντας σε διαφορετικές καπιταλιστικές χώρες, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Ο Πουλαντζάς μπορεί, για παράδειγμα, να γενικεύει ορισμένες Ευρωπαϊκές περιπτώσεις ―ιδίως της Γαλλίας;― όπου η εκπαίδευση των εργαζομένων του λευκού κολάρου διαφέρει από εκείνη των εργαζομένων του γαλάζιου κολάρου πολύ πιο αισθητά απ’ ό,τι συμβαίνει, ας πούμε, στις Ηνωμένες Πολιτείες ή τον Καναδά. Αυτή δεν θα είναι η πρώτη φορά που οι ιστορικές ιδιαιτερότητες της Γαλλικής εμπειρίας μετατρέπονται σε παγκόσμιες θεωρητικές σταθερές από την Αλτουσεριανή θεωρία.
[22] Βλ., για παράδειγμα, Political Power and Social Classes, σσ. 62-70.
[23] Αξίζει να προσθέσουμε ότι ο Πουλαντζάς φαίνεται να δυσκολεύεται να διατηρήσει την έμφαση στις σχέσεις εκμετάλλευσης ακόμη και σε περιπτώσεις όπου το «οικονομικό» είναι ξεκάθαρα «κυρίαρχο», δηλαδή, στους κοινωνικούς σχηματισμούς, όπου ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (στην απλή ή «ανταγωνιστική» μορφή του) επικρατεί. Για παράδειγμα, στη έκθεση των βασικών αρχών του, όπου ορίζει τα καθοριστικά χαρακτηριστικά των τρόπων παραγωγής, υποστηρίζει ότι οι σχέσεις ιδιοκτησίας σε όλες τις ταξικές κοινωνίες χαρακτηρίζονται από τον διαχωρισμό του παραγωγού από τα μέσα εργασίας. Ο συγκεκριμένος διαχωρισμός από τα μέσα παραγωγής που χαρακτηρίζει αποκλειστικά τον καπιταλισμό πραγματοποιείται στην εργασιακή διαδικασία, στις σχέσεις της «πραγματικής ιδιοποίησης». Αυτός ο διαχωρισμός «εμφανίζεται στο στάδιο της βαριάς βιομηχανίας» (Political Power and Social Classes, σ. 27). Ο Πουλαντζάς αποδίδει και πάλι αυτή την άποψη στον Μαρξ. Για τον Μαρξ, όμως, ο κρίσιμος παράγοντας είναι η μισθωτή εργασία, ο κρίσιμος διαχωρισμός συμβαίνει πολύ πριν το «στάδιο της βαριάς βιομηχανίας», όχι απλώς με την αναδιοργάνωση της εργασιακής διαδικασίας κατά την «πραγματική» υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, αλλά στον προγενέστερο μετασχηματισμό της εκμεταλλευτικής σχέσης σε «τυπική» υπαγωγή. Αυτό είναι το ουσιαστικό όριο ανάμεσα στις καπιταλιστικές σχέσεις και στους άλλους τρόπους παραγωγής, παρότι οι μετασχηματισμοί της εργασιακής διαδικασίας ακολουθήθηκαν κατά πόδας και είχαν σοβαρές επιπτώσεις στη διαμόρφωση της κοινωνικής τάξης. Ο Πουλαντζάς μετατόπισε το κέντρο βάρους από τις σχέσεις εκμετάλλευσης στην εργασιακή διαδικασία, η οποία στη συνέχεια εμφανίζεται ως το διακριτικό και βασικό χαρακτηριστικό του τρόπου παραγωγής στο «οικονομικό» επίπεδο. Αυτό μπορεί να συμβάλει στην εξήγηση ορισμένων ιδιομορφιών που έχουμε ήδη επισημάνει στην ανάλυση του Πουλαντζά για τους εργαζομένους του λευκού κολάρου: για παράδειγμα, η άρνησή του να θεωρήσει το στάτους τους ως μισθωτών ―ήτοι, την εκμετάλλευσή τους μέσω της πώλησης της εργατικής τους δύναμης― ως αποφασιστικής σημασίας για τον προσδιορισμό της κοινωνικής τους τάξης, με το μάλλον περίεργο σκεπτικό ότι οι μισθοί είναι απλά ένας τρόπος διανομής· και η τάση του να μην αποδίδει σημαντικό ρόλο στη θέση αυτών των εργαζομένων κατά την οργάνωση της εργασιακής διαδικασίας και στην ιδεολογική έκφρασή της στην διαίρεση μεταξύ διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας.
[24] Ernest Mandel, From Stalinism to Eurocommunism, London 1978, σ. 209.
[25] Classes in Contemporary Capitalism, σσ. 334-5.
[26] Ό.π., σ. 335
[27] State, Power, Socialism, London 1980, σ. 254.
[28] Ralph Miliband, “Constitutionalism and Revolution: Notes on Eurocommunism”, Socialist Register1978, σ. 170.

1 σχόλιο: